Ο ευρωπαϊσμός ως γενικός πολιτικός προσανατολισμός συνδεδεμένος με τον πρακτικό στόχο της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα απετέλεσε το κυρίαρχο αφήγημα του αστικού πολιτικού κόσμου από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν. Στη γραμμή αυτή συστοιχήθηκαν τόσο η ανανεωμένη συντηρητική παράταξη, με το σχήμα της Νέας Δημοκρατίας, υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όσο και το πολιτικό σχήμα της συνέχειας του παραδοσιακού Κέντρου, η Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις. Υπέρ της υιοθέτησης αυτής της στρατηγικής επενεργούσαν δύο παράγοντες, ένας περισσότερο μακροχρόνιος και ένας συγκυριακός.
Ο μακροχρόνιος αφορούσε την εδραιωμένη αντίληψη στη νεοελληνική συνείδηση, ότι η σύνδεση ή και η πλήρης συμμετοχή στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σήμαινε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό. Η Ελλάδα θα βρισκόταν στην «κλειστή λέσχη» των πλουσίων, των ανεπτυγμένων χωρών. Συγκυριακά επέβαλε την ευρωπαϊκή επιλογή, ως θεμελιώδη στρατηγική, η απώλεια της νομιμοποίησης της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ. Η Κυπριακή κρίση του 1974 αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας εικοσαετούς πορείας, κατά την οποία η ελληνική κοινή γνώμη υιοθέτησε ως αμετακίνητη άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ατλαντική Συμμαχία ευνοούσαν τα τουρκικά συμφέροντα σε βάρος των ελληνικών, ότι οι στρατηγικές σκοπιμότητες είχαν προτεραιότητα σε σχέση με το απαράγραπτο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Ελλήνων της Κύπρου. Η ανατροπή του Μακαρίου από τη δικτατορία Ιωαννίδη και η τουρκική εισβολή που ακολούθησε θεωρήθηκαν μέρος ενός σχεδίου το οποίο, αν δεν υπαγόρευσαν, πάντως ανέχθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες με τελικό στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου. Η επανάληψη της τουρκικής προέλασης στην Κύπρο στις 14 Αυγούστου 1974 αποτέλεσε τον τελευταίο κρίκο σ’ αυτή τη μακρά αλυσίδα. Ο Καραμανλής, ένας κατεξοχήν φιλοδυτικός πολιτικός, θα απέσυρε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ σε μια εμφανή προσπάθεια να εκτονώσει την οργή της κοινής γνώμης και να διασώσει το σκληρό πυρήνα της μεταπολεμικής στρατηγικής του αστικού κόσμου, τη συμμετοχή με ευρεία έννοια στο δυτικό συνασπισμό. Σ’ αυτό το πλαίσιο το σχέδιο της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα αποκτά πρωταρχική σημασία. Στις πρώτες μεταδικτατορικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 η επιλογή αυτή φαίνεται να επιδοκιμάζεται από τα τρία τέταρτα του εκλογικού σώματος (ΝΔ με 54,4% και Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις με 20,4% των ψήφων). Μετά την ψήφιση και τη θέση σε ισχύ του νέου συντάγματος στις 11 Ιουνίου 1975 η κυβέρνηση Καραμανλή υπέβαλε αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Κατά τους εμπνευστές της, με προεξάρχοντα τον Καραμανλή, η ένταξη σήμαινε κατ’ αρχήν πολιτική σταθερότητα σε δημοκρατικό πλαίσιο∙ ήταν μια στρατηγική εδραίωσης της δημοκρατίας μέσω εξωτερικής επίδρασης. Πράγματι, σε αντιδιαστολή με το ΝΑΤΟ που ταυτιζόταν με μια ρεαλιστική έως κυνική επιδίωξη στρατηγικών συμφερόντων, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήταν ασφαλώς οικονομικός οργανισμός, ο οποίος όμως απέβλεπε στην ευρωπαϊκή ενοποίηση επί τη βάσει δημοκρατικών αρχών και σεβασμού των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Στη στρατηγική που προωθούσε την ένταξη ενυπήρχε ακόμα ένα ισχυρό οικονομικό κίνητρο, καθώς ο ηγετικός κύκλος που διαμόρφωνε την ελληνική οικονομική πολιτική, είτε πολιτικοί είτε τραπεζικοί παράγοντες, όπως ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Ξενοφών Ζολώτας, έβλεπαν στην οργανική συμμετοχή στην Κοινότητα ένα επιθυμητό εξωτερικό καταναγκασμό για τον εκσυγχρονισμό των οικονομικών δομών και της ελληνικής επιχειρηματικής κουλτούρας. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διέθετε μια πολύ εξελιγμένη Κοινή Αγροτική πολιτική, η οποία απορροφούσε μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος των κοινοτικών δαπανών. Ο Καραμανλής ήλπιζε ότι τα προβλήματα εισοδηματικής στήριξης της ελληνικής αγροτικής τάξης και ενίσχυσης της γεωργικής παραγωγής θα μπορούσαν να λυθούν στο κοινοτικό πλαίσιο. Τέλος, η προοπτική της απαλλαγής από τη μονομερή εξάρτηση σε θέματα ασφαλείας από τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ελκυστική, αν και δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι ο Καραμανλής, ένας ρεαλιστής πολιτικός, δεν αμφέβαλλε ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν διέθετε δική της εξωτερική πολιτική ή πολιτική ασφαλείας. Η ευρωπαϊκή επιλογή, συνεπώς, είχε συμπληρωματική αξία, δεν υποκαθιστούσε τον αμερικανικό παράγοντα, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέμεναν ακρογωνιαίος λίθος του ΝΑΤΟ με προφανείς συνέπειες για τα ελληνικά συμφέροντα, ιδίως στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.
Οι δεύτερες εκλογές της περιόδου της Μεταπολίτευσης, αυτές του Νοεμβρίου του 1977, ανέδειξαν την ύπαρξη ενός ισχυρού ρεύματος της κοινής γνώμηςπου παρέμενε επιφυλακτικό έναντι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας∙ ήταν ευρωσκεπτικιστικό, όπως θα λέγαμε με τον όρο που καθιερώθηκε στη Βρετανία στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αυτό το ρεύμα εκφραζόταν κυρίως από το ΠΑΣΟΚ. Ο πρόεδρος του Κινήματος, Ανδρέας Παπανδρέου, ήταν οικονομολόγος εκπαιδευμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ανάλυσή του διαπερνάτο από την αναπτυξιακή προτεραιότητα, ιδίως από τη δυνατότητα μιας μικρής οικονομίας, μάλλον καθυστερημένης, να αντιμετωπίσει τη διείσδυση των ξένων προϊόντων και να επιτύχει την είσοδό της σε αναπτυξιακή τροχιά.
Ήδη κατά την πρώτη περίοδο της ανάμιξής του στην ελληνική πολιτική, το 1964-67, είχε διατυπώσει επιφυλάξεις σχετικά με τα οφέλη της Συμφωνίας Σύνδεσης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η οποία είχε συναφθεί από την συντηρητική κυβέρνηση Καραμανλή και είχε τεθεί σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1962. Η έκθεση της ελληνικής βιομηχανίας στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό και η αβέβαιη θέση της ελληνικής γεωργίας ήταν στοιχεία προβληματισμού στην ανάλυση του Παπανδρέου, ο οποίος απέδιδε ούτως ή άλλως σημασία στη συγκρότηση ισχυρών εθνικών παραγωγικών δομών, οι οποίες στη φάση της συγκρότησής τους θα έπρεπε να τύχουν προστασίας από τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Στην περίοδο της Μεταπολίτευσης οι επιφυλάξεις αυτές θα εντείνονταν, καθώς η ανάλυσή του Παπανδρέου επηρεαζόταν πλέον από το ιστορικό γεγονός του πραξικοπήματος του 1967 και της επταετούς δικτατορίας και η σκέψη του εξελίχθηκε προς την αποδοχή του νέο-μαρξιστικού σχήματος διαίρεσης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος στο δίπολο κέντρου-περιφέρειας. Ο Παπανδρέου απέδιδε σημασία σε πολιτικές και οικονομικές όψεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που δεν αποτελούσαν μέρος του προβληματισμού των αστικών πολιτικών ελίτ, οι οποίες υποστήριζαν την ένταξη. Έτσι, από πολιτική άποψη ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θεωρούσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως το οικονομικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία ειδικότερα, ταυτισμένη πλέον με την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, συνιστούσε όχημα ενσωμάτωσης των εργαζομένων στο καπιταλιστικό σύστημα, του οποίου κέντρο ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Συνεπώς, σε αντίθεση με τη γεωπολιτική οπτική και ανάλυση του Καραμανλή, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν αποτελούσε όχημα απεξάρτησης από την αμερικανική κηδεμονία, αλλά μέσο πρόσδεσης σε αυτήν. Αυτή η θέση συμπυκνωνόταν στο σύνθημα της εποχής «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».
Από οικονομική άποψη ο Παπανδρέου τόνιζε ότι η Ελλάδα ήταν μια χώρα με ασθενή βιομηχανία, η οποία αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας ή, εν πάση περιπτώσει, από μονάδες που δεν βασίζονταν σε τεχνολογίες αιχμής αλλά στηρίζονταν στη δασμολογική προστασία. Η βαθμιαία μείωση των δασμών έως την εξάλειψή τους, όπως προέβλεπε ούτως ή άλλως η συμφωνία σύνδεσης, θα είχε ως αποτέλεσμα να εκτεθεί η ελληνική βιομηχανία στον ανταγωνισμό των ισχυρών μεταποιητικών επιχειρήσεων της Δυτικής Ευρώπης. Συνεπώς, αντί για φορέας εκσυγχρονισμού η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα γινόταν το μέσο συρρίκνωσης της ελληνικής μεταποίησης.
Ο Παπανδρέου αμφέβαλλε ακόμα και για το όφελος που θα απέφερε στη ελληνική γεωργία η Κοινή Αγροτική Πολιτική. Αν και τα αποτελέσματα της ένταξης δεν δικαίωσαν αυτές τις τελευταίες επιφυλάξεις του Παπανδρέου στο δέυτερο μισό της δεκαετίας του 1970, υπήρχαν ισχυρές αμφιβολίες στην ελληνική ύπαιθρο σχετικά με τα οφέλη της ένταξης. Η προεκλογική εκστρατεία του Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ είχε στην πραγματικότητα όχι μόνο εντείνει ή υπογραμμίσει, αλλά αρθρώσει αυτές τις αμφιβολίες.
Το εκλογικό αποτέλεσμα μετέβαλε το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία, συντελούσης της εμφάνισης σχήματος της άκρας Δεξιάς αλλά και του γεγονότος ότι το εκλογικό σώμα τοποθετούνταν πλέον πιο κριτικά έναντι των επιλογών της, καθώς η ανάμνηση της δικτατορίας απομακρυνόταν και οι δημοκρατικοί θεσμοί στερεώνονταν, βρισκόταν σε κάμψη (41,8% των ψήφων).
Το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε σε δεύτερη πολιτική δύναμη με το 25,3% των ψήφων σε βάρος της φιλεοευρωπαϊκής Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (12%), ενώ στη χορεία των δυνάμεων που ήταν αντίθετες στην ένταξη συγκαταλεγόταν και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας με 9,4% των ψήφων. Συνεπώς, ενώ δε θα ήταν απολύτως ορθό να αναχθούν οι ψηφοφόροι του κάθε κόμματος στο δίλημμα υπέρ ή κατά της ένταξης, δε μπορεί να αγνοηθεί ότι περισσότερο από το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος είχε ταχθεί υπέρ κομμάτων που ήταν αντίθετα στην ένταξη. Επίσης, δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι και η δυναμική των εξελίξεων μετά το 1978 αναδείκνυε το ΠΑΣΟΚ σε ανερχόμενη πολιτική δύναμη με κυβερνητική προοπτική. Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο θα κρινόταν το ζήτημα της ένταξης.
Οι διαπραγματεύσεις εισήλθαν στο τελικό τους στάδιο από τον Ιανουάριο του 1978 και μετά. Συνετέλεσε σ’ αυτό και το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στην Ελλάδα καθώς οι εταίροι που υποστήριζαν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα για πολιτικούς και στρατηγικούς λόγους συνειδητοποιούσαν ότι η άνοδος του ΠΑΣΟΚ δημιουργούσε μια νέα δυναμική, η οποία θα οδηγούσε σε ματαίωση της ενσωμάτωσης της χώρας αν οι διαπραγματεύσεις δεν ολοκληρώνονταν σύντομα. Παράλληλα, ο ελληνοτουρκικός διάλογος, που αναλήφθηκε σε επίπεδο κορυφής με τη συνάντηση Καραμανλή-Ecevit στο Μοντρέ της Ελβετίας, οδηγούσε τις σχέσεις των δύο χωρών σε ύφεση. Αυτό ήταν το πλαίσιο που οδήγησε στη συμφωνία για την ένταξη της Ελλάδας το Δεκέμβριο του 1978. Η προσαρμογή της ελληνικής γεωργίας και η ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων στο χώρο της Κοινότητας θα υπόκειντο σε μεταβατικές περιόδους κατά περίπτωση πενταετούς ή επταετούς διαρκείας.
Οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη επρόκειτο να ολοκληρωθούν επιτυχώς το Δεκέμβριο του 1978 και η συνθήκη υπεγράφη στην Αθήνα το Μάιο του 1979. Η πορεία των συνομιλιών από τον Ιούνιο του 1975, όταν υποβλήθηκε η αίτηση ένταξης, έως το τέλος του 1978 ήταν πολυκύμαντη. Αρχικά, η ελληνική αίτηση είχε να αντιμετωπίσει επιφυλάξεις μεταξύ των εταίρων που αφορούσαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δηλαδή ανησυχίες ότι η ένταξη θα συνιστούσε μεταφορά των ελληνοτουρκικών διαφορών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως είχε συμβεί προηγουμένως με το ΝΑΤΟ, όταν η κρίση της Κύπρου του 1974 είχε οδηγήσει στην αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας. Ανησυχίες προκαλούσε, επίσης, το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, η οποία υστερούσε κατά πολύ του σκληρού δυτικοευρωπαϊκού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ακόμα, η ενδημική πολιτική αστάθεια συνιστούσε παράγοντα που προκαλούσε αναστολές σε εταίρους της Κοινότητας, καθώς οι προοπτικές της δημοκρατίας δεν ήταν ακόμα ασφαλείς. Στις συνθήκες αυτές η Επιτροπή της Κοινότητας, θεσμικά αρμόδια για την γνωμοδότηση πριν εξεταστεί η αίτηση της Ελλάδας μεταξύ των κρατών-μελών, αποφάσιζε τον Ιανουάριο του 1976, ότι εν όψει αυτών προβλημάτων ήταν αναγκαία μια δεκαετής «προ-ενταξιακή» περίοδος. Στην απόφαση αυτή της Επιτροπής είχε ασκήσει σημαντική επιρροή ο Βρετανός επίτροπος sir Christopher Soames, ο οποίος απηχούσε προφανώς και απόψεις της βρετανικής κυβέρνησης. Τον τόνο όμως στις υποθέσεις της Κοινότητας έδινε πολύ λιγότερο η Βρετανία, η οποία άλλωστε είχε ενταχθεί σ’ αυτήν μόλις το 1973 και πολύ περισσότερο η Γαλλία και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας –ο γνωστός γαλλογερμανικός άξονας. Κινητήρια δύναμη στην υπόθεση θα αναδεικνυόταν ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Valery Giscard d’ Estaing και ο καγκελάριος της ΟΔ της Γερμανίας Helmut Schmidt. Ο Γάλλος πρόεδρος κατανοούσε απολύτως το επιχείρημα του Καραμανλή για την ανάγκη θεσμικής σταθεροποίησης της δημοκρατίας μέσω της Ευρώπης. Έκρινε επίσης εύλογη την ανάγκη έμμεσης ενίσχυσης της ελληνικής ασφαλείας μέσω της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία αν και δεν είχε διάσταση στρατιωτική, εξωτερικής πολιτικής ή ασφαλείας προφανώς και ενίσχυε την πολιτική παρουσία μιας μικρής χώρας όπως η Ελλάδα στις διεθνείς σχέσεις. Η ενίσχυση αυτή θα συντελούσε, πίστευε ο Γάλλος πρόεδρος, και στην παραμονή της Ελλάδας στο Δυτικό κόσμο παρά τη ρήξη με το ΝΑΤΟ το 1974. Τέλος, ο Giscard συμμεριζόταν την αφοσίωση πολλών προγενέστερων και συγχρόνων διανοουμένων και πολιτικών στο κλασσικό ιδεώδες του οποίου κληρονόμος ήταν η Ελλάδα. Ο Γερμανός καγκελάριος, αν και επιφυλακτικός στην αρχική φάση των συζητήσεων λόγω της εξόδου της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, υποστήριξε την ελληνική αίτηση όταν διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση Καραμανλή αναζητούσε ένα τρόπο διευθέτησης των πολιτικών και επιχειρησιακών προβλημάτων της χώρας με τη Συμμαχία. Η Αθήνα θα βρισκόταν σε συνεχή διάλογο με το ΝΑΤΟ έως ότου πραγματοποιηθεί τελικά η επανένταξη το 1980. Έτσι, το Φεβρουάριο του 1976 το Συμβούλιο Υπουργών δεν έκανε δεκτή την γνώμη της Επιτροπής και αποφάσισε την έναρξη διαπραγματεύσεων για την ένταξη. Οι διαπραγματεύσεις ήταν σύνθετες, καθώς συμπλέκονταν τα συμφέροντα των χωρών με ισχυρό γεωργικό τομέα, κυρίως της ίδιας της Γαλλίας και της Ιταλίας, εν όψει και της μέλλουσας διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προς την Ιβηρική χερσόνησο μετά την μετάβαση στη δημοκρατία τόσο της Πορτογαλίας όσο και της Ισπανίας. Παρά το γεγονός ότι ο γεωργικός τομέας της Ελλάδας δεν θα προκαλούσε ιδιαίτερα προβλήματα λόγω του περιορισμένου όγκου του, το βασικό πρόβλημα συνίστατο στο προηγούμενο που θα δημιουργούσαν οι όποιες ρυθμίσεις για την ελληνική γεωργία καθώς θα είχαν ιδιαίτερα υψηλό κόστος μετά την ένταξη της Ισπανίας. Στο πλαίσιο αυτό, η άποψη που υποστηρίχθηκε, ότι τελικά η ένταξη της Ελλάδας έπρεπε να αντιμετωπιστεί από κοινού με αυτή της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, θα σήμαινε καθυστέρησή της για αρκετά χρόνια (η ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας πραγματοποιήθηκε το 1986, πέντε χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας). Οι διαπραγματεύσεις εισήλθαν στο τελικό τους στάδιο από τον Ιανουάριο του 1978 και μετά. Συνετέλεσε σ’ αυτό και το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στην Ελλάδα καθώς οι εταίροι που υποστήριζαν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα για πολιτικούς και στρατηγικούς λόγους συνειδητοποιούσαν ότι η άνοδος του ΠΑΣΟΚ δημιουργούσε μια νέα δυναμική, η οποία θα οδηγούσε σε ματαίωση της ενσωμάτωσης της χώρας αν οι διαπραγματεύσεις δεν ολοκληρώνονταν σύντομα. Παράλληλα, ο ελληνοτουρκικός διάλογος, που αναλήφθηκε σε επίπεδο κορυφής με τη συνάντηση Καραμανλή-Ecevit στο Μοντρέ της Ελβετίας, οδηγούσε τις σχέσεις των δύο χωρών σε ύφεση. Αυτό ήταν το πλαίσιο που οδήγησε στη συμφωνία για την ένταξη της Ελλάδας το Δεκέμβριο του 1978. Η προσαρμογή της ελληνικής γεωργίας και η ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων στο χώρο της Κοινότητας θα υπόκειντο σε μεταβατικές περιόδους κατά περίπτωση πενταετούς ή επταετούς διαρκείας.
Απέμενε ο χειρισμός της ένταξης στο εσωτερικό πεδίο. Ο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ ζητούσαν επίμονα τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Αντίθετα ο Καραμανλής θεωρούσε ότι αρκούσε η κοινοβουλευτική διαδικασία και επισήμανε ότι οι πολιτικές δυνάμεις που τάσσονταν υπέρ της ένταξης εκπροσωπούσαν την πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1977.
Η συνθήκη επικυρώθηκε το καλοκαίρι του 1979 με 191 ψήφους υπέρ και αποχή του ΠΑΣΟΚ από τη διαδικασία. Οι πραγματικές διαθέσεις του εκλογικού σώματος παραμένουν αντικείμενο εικασίας και δε μπορούν να διακριβωθούν. Ο πιο έγκυρος σχετικά δείκτης παραμένει το Ευρωβαρόμετρο της εποχής. Σύμφωνα με τα ευρήματά του υπήρχε μια σχετική πλειοψηφία διατεθειμένων θετικά έναντι της ένταξης, η οποία δεν υπερέβαινε το 40%, μια σημαντική μειοψηφία περί το 25% και ένα ενδιάμεσο σώμα εκλογέων που παρέμενε αβέβαιο.
Όταν πάντως πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές του Οκτωβρίου 1981, η ένταξη ήταν ήδη γεγονός από την 1η Ιανουαρίου. Το αποτέλεσμα αντανακλούσε περισσότερο κομματικές και πολιτικές προτιμήσεις και την ιστορική ωρίμανση του αιτήματος για τερματισμό της μακράς συντηρητικής κυριαρχίας παρά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό, ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, που πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά την ίδια μέρα, αναδείκνυε διαφορετικό προσανατολισμό του εκλογικού σώματος σε σχέση με τη εθνική ψήφο, η οποία πάντως ήταν ψήφος «πρώτης τάξεως»: ήταν μια ετυμηγορία που συνιστούσε πρωταρχική, αποφασιστική πολιτική επιλογή, σε σχέση με την ευρωπαϊκή που θα ήταν ψήφος δεύτερης τάξεως• θα απεικόνιζε δηλαδή, αλλά με τρόπο χαλαρό, ευαισθησίες και τάσεις, οι οποίες θα υποχωρούσαν σε εκλογικές αναμετρήσεις που έκριναν τη διακυβέρνηση με βάση ισχυρά διλήμματα.
Αυτό που μπορεί να αποτελέσει ένα αρχικό συμπέρασμα, ως προς τις τάσεις του εκλογικού σώματος έναντι της Ευρώπης, από αυτές τις πρώτες ευρωεκλογές είναι ότι η απήχηση των δύο κατ’ εξοχήν αντίθετων στην ένταξη κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, ήταν πλειοψηφική αλλά αρκετά μειωμένη σε σχέση με την επίδοσή τους στις εθνικές εκλογές της ίδιας μέρας (53% έναντι 60% στην εθνική κάλπη). Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η αντίθεση προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν ήταν το πρωταρχικό ή το μόνο στοιχείο που καθόρισε την ψήφο υπέρ του ΠΑΣΟΚ και ταυτόχρονα ότι οι απόψεις έναντι της Κοινότητας δεν ήταν συμπαγείς και αμετάβλητες, αλλά εντάσσονταν σε ένα φάσμα απόψεων. Αυτό εν μέρει ενισχύεται και ως συμπέρασμα από το γεγονός ότι ένα φιλοευρωπαϊκό σχήμα, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Εσωτερικού, έλαβε πολύ περισσότερες ψήφους από ό,τι στις εθνικές εκλογές. Αντίθετα, το κεντρώο Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού επωφελήθηκε κυρίως από μετακινήσεις από τη Νέα Δημοκρατία αλλά το συνολικό αποτέλεσμα των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων στην ευρωπαϊκή κάλπη εμφανίστηκε να υπερβαίνει αυτό της εθνικής.
Με την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, το βασικό πρόβλημα για τον Παπανδρέου ήταν πως θα διαχειριζόταν την προσαρμογή στο τετελεσμένο γεγονός της ένταξης. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναφερόταν σε δημοψήφισμα, ως προνόμιο του προέδρου της Δημοκρατίας, το οποίο αυτονόητα δε θα χρησιμοποιούνταν όσο κατείχε την προεδρία ο Καραμανλής, ο αρχιτέκτονας δηλαδή της ένταξης, σήμαινε ότι δε σκόπευε να ακολουθήσει την κοινοβουλευτική διαδικασία αποχώρησης παρά το ότι το ΠΑΣΟΚ μαζί με το ΚΚΕ διέθεταν την πλειοψηφία των τριών πέμπτων. Η ρητορική ήταν συχνά οξεία, αλλά η πραγματική πολιτική συνίστατο στην πραγματιστική προσαρμογή, στην απόσπαση κοινοτικών πόρων προκειμένου να κλείσει οριστικά το θέμα.
Το Μάρτιο του 1982 η κυβέρνηση υπέβαλε μνημόνιο με το οποίο ζητούσε από την Κοινότητα τη διαμόρφωση ειδικού καθεστώτος. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε αλλά ακολούθησαν διαπραγματεύσεις που αφορούσαν τη μεταφορά πόρων στο πλαίσιο συνολικά της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη νότια Ευρώπη.
Αυτές οι συζητήσεις κατέληξαν στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, τα οποία σε συνδυασμό με την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία αποδεικνυόταν πολύ περισσότερο γενναιόδωρη από όσο υπολόγιζε παλαιότερα το ΠΑΣΟΚ αλλά και οι ίδιοι οι Έλληνες αγρότες, σταδιακά έκλεισε το θέμα της ένταξης. Διαμορφωνόταν πλέον ένας ελληνικός ευρωπαϊσμός στη βάση του οικονομικού οφέλους. Εφεξής, η Ελλάδα θα συμμετείχε σε κάθε φάση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στη βάση μιας ευρείας πολιτικής συναίνεσης από την οποία έλειπε μόνο το ΚΚΕ.
Έτσι συνέβη το 1985-87 με τη σύναψη της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης. Αυτή σήμαινε την εγκαθίδρυση έως το τέλος του 1992 μιας Ενιαίας Αγοράς με κοινούς κανόνες στη θέση της παλαιάς Κοινής Αγοράς, η οποία χαρακτηριζόταν κυρίως από το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο και την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και εργαζομένων. Η Ενιαία Αγορά σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο, την διαμόρφωση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου όπου άνθρωποι, προϊόντα και υπηρεσίες κινούνταν ανεμπόδιστα στη βάση κοινών κανόνων η εφαρμογή των οποίων ελεγχόταν από κοινοτικά όργανα.
Το επόμενο μεγάλο βήμα ήταν η Οικονομική και Νομισματική Ένωση που οδηγούσε στην υιοθέτηση κοινού νομίσματος, όπως αυτό προβλέφθηκε με τη συμφωνία του Maastricht το Δεκέμβριο του 1991. Επικρατούσε στην ελληνική πολιτική πάντοτε η σκέψη ότι η συμμετοχή της Ελλάδας σε κάθε στάδιο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν αναγκαία για λόγους στρατηγικής, δηλαδή κατοχύρωσης της ελληνικής ασφάλειας. Επίσης, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η διαφαινόμενη οικονομική κρίση της Σοβιετική Ένωσης και τις Λαϊκές Δημοκρατίες και τελικά η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ υπεδείκνυε ότι η Ελλάδα είχε βρεθεί στη «σωστή πλευρά» της Ιστορίας, στη ζώνη της ασφάλειας και της ευημερίας, στη λέσχη των πλουσίων.
Σε κάθε περίπτωση, οι μεταβιβάσεις πόρων αποτελούσαν σημαντικό κίνητρο για τη συμμετοχή της Ελλάδας, καθώς οι χρηματοδοτήσεις για περιφερειακή ανάπτυξη, πραγματοποίηση δημοσίων έργων και ενίσχυση κλάδων της οικονομίας που προβλέπονταν στα διαδοχικά Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης ήταν τέτοιου ύψους που υπερέβαιναν κατά πολύ τις εθνικές δυνατότητες. Το τελευταίο δεν παρέμενε χωρίς συνέπειες, καθώς η ροή πόρων υποκατέστησε την αναζήτηση μιας αναπτυξιακής στρατηγικής και πιθανότατα ενέτεινε μια έντονη ροπή προς την κατανάλωση. Το αποτέλεσμα ήταν χαμηλή παραγωγικότητα, περιορισμένη ενδογενής ανάπτυξη και επίπλαστη ευημερία στηριζόμενη σε δημόσιο δανεισμό.