Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία υπήρξε το προϊόν μιας πολύπλευρης πολιτικής, οικονομικής και εθνικής κρίσης. Παρά την ταχεία μετάβαση στη δημοκρατία και την αποφυγή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, το βάθος της οικονομικής κρίσης αντανακλούσε δομικές αγκυλώσεις και προοιώνιζε ευρύτερους μετασχηματισμούς. Η μερική ανάκαμψη των ρυθμών ανάπτυξης και η πρόσκαιρη συγκράτηση των τιμών του πετρελαίου μετά το 1975 μπορεί να έδωσαν μια μικρή παράταση στο μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δεν μπορούσαν όμως, να συγκαλύψουν το βασικό πρόβλημα: oι προϋποθέσεις του «ελληνικού θαύματος» είχαν εξαντληθεί. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 είχε πλήξει την ελληνική οικονομία σε μια πολύ κακή συγκυρία. Η διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης καθόλη τη διάρκεια του έτους εκείνου, όταν η νομισματική αστάθεια και οι πληθωριστικές πιέσεις είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους, υπήρξε περισσότερο παράγοντας υπερθέρμανσης παρά ένδειξη σφρίγους.
Η ραγδαία εκβιομηχάνιση της δεκαετίας που είχε προηγηθεί είχε στηριχθεί στη σύγκλιση δύο καθοριστικών παραμέτρων. Από τη μία πλευρά, η Συμφωνία Σύνδεσης που είχε υπογράψει η Ελλάδα με την ΕΟΚ το 1961, προέβλεπε τον αρχικά μονομερή δασμολογικό αφοπλισμό της Κοινής Αγοράς για τα ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα (1). Από την άλλη πλευρά, η πολιτική αδυναμία του εργατικού κινήματος και η απουσία κοινοβουλευτικού ελέγχου υπό δικτατορικό καθεστώς επέτρεψε τη διατήρηση του κόστους της εργασίας σε χαμηλά επίπεδα, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της μη δασμολογικής προστασίας της ελληνικής βιομηχανίας, που πήρε κυρίως τη μορφή ισχυρών επενδυτικών και εξαγωγικών κινήτρων (2). Υπό το ιδιαίτερο αυτό καθεστώς, η ελληνική βιομηχανία κατόρθωσε να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, λειτουργώντας ως μια πύλη εισόδου στην Κοινή Αγορά, πέτυχε να καθετοποιήσει και να διαφοροποιήσει τις δραστηριότητές της, ενώ αύξησε εντυπωσιακά το προϊόν της, βελτιώνοντας παράλληλα την εξωστρέφειά της. Το 1974 οι δύο αυτές ευνοϊκές παράμετροι έπαψαν οριστικά να υφίστανται. Αφενός, το χρονοδιάγραμμα της Συμφωνίας Σύνδεσης Ελλάδας–ΕΟΚ προέβλεπε την επιτάχυνση του ρυθμού κατάργησης των ελληνικών δασμών στις βιομηχανικές εισαγωγές από την Κοινότητα από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και μετά. Αφετέρου, η απελευθέρωση των καταπιεσμένων κοινωνικών δυναμικών που συνεπέφερε η πτώση της δικτατορίας σηματοδότησε την αύξηση του εργατικού κόστους, ενώ η επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών υπέσκαψε την υλική βάση της γενναιόδωρης ελληνικής βιομηχανικής πολιτικής. Επιπλέον, στην όξυνση των προβλημάτων του ισοζυγίου πληρωμών που προκάλεσε η εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου, ήρθε να προστεθεί το αυξημένο βάρος των αμυντικών δαπανών λόγω της κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (3).
Το 1974 λοιπόν, δεν συνιστά απλώς ένα συμβατικό πολιτικό όριο. Απεναντίας, συγκροτεί ένα συμβάν το οποίο εγκαινιάζει μια ολόκληρη περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία, σε αναζήτηση προσανατολισμού, καλείται να αναμετρηθεί με τα προβλήματα που της κληροδοτεί η κρίση του μεταπολεμικού αναπτυξιακού υποδείγματος. Σε αυτήν τη βάση, οι κύριες προκλήσεις που διαγράφονται την περίοδο αυτήν συνίστανται στην προσαρμογή του μοντέλου ανάπτυξης στις νέες συνθήκες, τη θέση και το ρόλο της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τη διαχείριση του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού και την αναδιάταξη των συμμαχιών εντός του κοινωνικού συνασπισμού εξουσίας.
(1) Οργανισμός Βιομηχανικής Αναπτύξεως, Ελλάς και Κοινή Αγορά, Αθήναι, 1962 (2) Τ. Γιαννίτσης, Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και επιπτώσεις στη βιομηχανία και στο εξωτερικό εμπόριο, Αθήνα: Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, 1988, 78–81 και Γ. Χ. Κάτσος–Ν. Ι. Σπανάκης, Βιομηχανική προστασία και ένταξη, Αθήνα: ΚΕΠΕ, 1983, σ. 55–92. (3) Κ. Σβολόπουλος (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα, 12 τ., Αθήνα: Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής και Εκδοτική Αθηνών, 1992–97, τ. 8, σ. 69–75.
Η βιομηχανική δραστηριότητα αποτέλεσε την ατμομηχανή της ελληνικής μεταπολεμικής ανάπτυξης, με άξονα την αξιοποίηση των διαθέσιμων πρώτων υλών και την προσέλκυση επενδύσεων για την ανάπτυξη ενδιάμεσων και ορισμένων κεφαλαιουχικών αγαθών. Ωστόσο, η ελληνική εκβιομηχάνιση ποτέ δεν κατάφερε να υιοθετήσει ένα αναπτυξιακό πρότυπο που θα βασιζόταν στις εξαγωγές. Απεναντίας, αδυνατώντας να αναπτύξει τομέα μηχανοκατασκευών, η ελληνική βιομηχανία στηρίχθηκε σχεδόν εξολοκλήρου στην εισαγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού από το εξωτερικό, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις ενός ολοένα διευρυνόμενου εμπορικού ελλείμματος.
Το μοντέλο αυτό είχε ήδη δείξει τα όριά του δεδομένης της προϊούσας μείωσης των ελληνικών δασμών (και των αντίστοιχων εσόδων), πριν η αύξηση των τιμών του πετρελαίου και των αμυντικών δαπανών καταστήσει αναπόφευκτη την κάλυψη του ελλείμματος μέσω της αναζήτησης διαρκώς αυξανόμενων εισροών κεφαλαίου από το εξωτερικό (4). Η αναζήτηση εξωτερικών πόρων ωστόσο, δεν λάμβανε χώρα σε πολιτικό και οικονομικό κενό. Από τη μία πλευρά, η διεθνοποίηση της ελληνικής οικονομίας υπήρξε συνάρτηση του προσανατολισμού της ελληνικής βιομηχανίας στην Κοινή Αγορά, δημιουργώντας ανάλογες δεσμεύσεις. Από την άλλη πλευρά, η συμβολική διάρρηξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ και η έξαρση του αντιαμερικανισμού στην ελληνική κοινωνία λόγω του Κυπριακού συνηγορούσε στη διευθέτηση του χρηματοδοτικού προβλήματος της ελληνικής οικονομίας στο δυτικοευρωπαϊκό πλαίσιο.
Η στρατηγική της ταχείας ένταξης στην ΕΟΚ απηχούσε σε μεγάλο βαθμό αυτές τις επιδιώξεις. Μακροπρόθεσμα ωστόσο, η ιδιότητα του πλήρους μέλους της Κοινότητας σήμαινε την περαιτέρω αποδυνάμωση του προστατευτικού πλέγματος της ελληνικής βιομηχανίας και την παρεπόμενη επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου. Παρά την αναμενόμενη βελτίωση των άδηλων πόρων από τον τουρισμό και τη ναυτιλία, η στάθμιση των επιπτώσεων της εντεινόμενης έκθεσης στο διεθνή ανταγωνισμό θα αναδεικνυόταν τα επόμενα χρόνια ως πρώτιστη αναγκαιότητα. Σε αυτήν τη βάση, η πλούσια παραγωγή οικονομικών αναλύσεων και μελετών από φορείς και ιδιώτες τις παραμονές και τα πρώτα χρόνια της ένταξης στην ΕΟΚ συνιστά καθαυτή ένα φαινόμενο που πρέπει να ερμηνευθεί. Τα πορίσματα αναφορικά με τις επιπτώσεις της ένταξης στην ελληνική βιομηχανία δεν αξιοποιήθηκαν μόνο ως διαπραγματευτικό χαρτί για την παράταση των μεταβατικών διατάξεων και την απόσπαση εξαιρέσεων από τους κοινοτικούς κανονισμούς. Επιπλέον, αποτέλεσαν τμήμα των ευρύτερων επεξεργασιών για την προσαρμογή του ελληνικού αναπτυξιακού υποδείγματος στις νέες συνθήκες.
Στο νέο ιδεολογικοπολιτικό και κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον δεν τίθονταν όμως, μόνο ερωτήματα που αφορούσαν το μακροπρόθεσμο προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα, η κατεύθυνση που θα δοκιμαζόταν έπρεπε να σταθμίζει παράλληλα, τις πιέσεις της συγκυρίας που ακόμη και προς το τέλος της δεκαετίας του 1970 παρέμενε ιδιαίτερα ρευστή. Η περιοριστική οικονομική πολιτική που υιοθετήθηκε στην ύστερη φάση της δικτατορίας, σε συνδυασμό με την πληθωριστική έξαρση που κορυφώθηκε μετά την εκδήλωση της πετρελαϊκής κρίσης, είχε πλήξει αποφασιστικά το πραγματικό εισόδημα των μισθωτών. Έτσι, το μερίδιο της εργασίας στο προϊόν της βιομηχανίας γνώρισε σημαντική υποχώρηση κατά το 1973, ενώ το πρώτο μισό του 1974 οι πραγματικοί μισθοί γνώρισαν πραγματική καθίζηση.
Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την τυπική αποκατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, αλλά και τη συνολικότερη πολιτική φιλελευθεροποίηση που σηματοδότησε η επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό, ενίσχυσαν τις προσδοκίες για μια δικαιότερη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος. Ταυτόχρονα όμως, η προσδοκία αυτή υπέσκαπτε ένα βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή το χαμηλό εργατικό κόστος, σε μια συγκυρία όπου το σύνολο των μεταπολεμικών μακροοικονομικών συντεταγμένων της κλυδωνιζόταν.
Η αντίφαση αυτή υπήρξε καταστατική της ελληνικής μεταπολίτευσης, καθώς γύρω από αυτήν χαράχθηκαν ανταγωνιστικές στρατηγικές εκπροσώπησης του μακροπρόθεσμου καπιταλιστικού συμφέροντος. Αν τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια η ανάγκη σταθεροποίησης του κοινοβουλευτικού καθεστώτος επέβαλε τη μείωση του ποσοστού εκμετάλλευσης των βιομηχανικών εργατών και εργατριών παράλληλα με τη συντριβή του εργοστασιακού συνδικαλισμού (5), το ερώτημα καταστολή ή ενσωμάτωση υπήρξε, πέρα από τους πολιτικούς και ιδεολογικούς συμβολισμούς, το κεντρικό ερώτημα του διπόλου Δεξιά–Αντιδεξιά που κυριάρχησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Παράλληλα, το ερώτημα αυτό καθόρισε τη σχέση των ηγεμονικών μερίδων του κοινωνικού συνασπισμού εξουσίας με τα αστικά κόμματα που εξέφραζαν τις δύο ανταγωνιστικές πολιτικές στρατηγικές. Μπορεί οι έλληνες βιομήχανοι να άργησαν να συνέλθουν από το σοκ της μετάβασης σε ένα κανονιστικό πλαίσιο μετά τη μακρά μεταπολεμική ασυδοσία, κατηγορώντας τη ΝΔ για «σοσιαλμανία» (6), αλλά αυτό που ακολούθησε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, επρόκειτο να τους προικίσει με μια αίσθηση του μέτρου.
Ο εκδημοκρατισμός του εργατικού συνδικαλισμού (7), σε συνδυασμό με την αλματώδη αύξηση του κατώτατου μισθού από την πρώτη κυβέρνηση της Αλλαγής, έπληξε καίρια τις βιομηχανικές επιχειρήσεις έντασης εργασίας, που είχαν αναδειχθεί στους μεγάλους εργοδότες της μεταπολεμικής οικονομίας. Ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι, όπως η κλωστοϋφαντουργία, τα ναυπηγεία και τα μεταλλεία, γνωρίζουν τη σύνθλιψη των ηγετών τους, καθώς η αλλαγή των πολιτικών συνθηκών με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ και η περαιτέρω επιδείνωση των οικονομικού περιβάλλοντος με τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση δεν επέτρεπαν τη συνέχιση του διαρκώς επεκτεινόμενου δανεισμού τους. Η εξέλιξη αυτή, εκτός από το πολιτικό ζήτημα της διαχείρισης των «προβληματικών επιχειρήσεων», έθετε με οξύ τρόπο το ερώτημα του εμπορικού ελλείμματος και της ανισορροπίας του ισοζυγίου πληρωμών∙ πόσω μάλλον που η αύξηση του εισοδήματος είχε συνεπιφέρει και μια σημαντική ενίσχυση της αξίας των εισαγωγών καταναλωτικού χαρακτήρα. Επιπλέον, δημιουργούσε για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά ελληνικά δεδομένα, μια δυναμική αύξησης της διαρθρωτικής ανεργίας∙ ένα αποτέλεσμα της απουσίας σχεδιασμού ενός εναλλακτικού αναπτυξιακού δρόμου για την ελληνική οικονομία, σε συνθήκες μάλιστα αντιστροφής των μεταναστευτικών ροών.
Παρά την ανοιχτή κρίση στις σχέσεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΕΒ και ιδιαίτερα τους βιομηχάνους εκείνους που πλήττονταν από τις εξελίξεις, δεν επηρεάστηκαν όλοι οι κλάδοι και όλες επιχειρήσεις με τον ίδιο τρόπο. H χειμαζόμενη στη Δυτική Ευρώπη χαλυβουργία, στην Ελλάδα δεν υπέστη –τουλάχιστον στο πρώτο μισό της δεκαετίας– ανάλογες πιέσεις από τη διεθνή κρίση του κλάδου (8), ενώ οι ανταγωνιστές επιχειρήσεων που κρατικοποιήθηκαν, αντικειμενικά ευνοήθηκαν από την ανακατανομή της πίτας∙ ιδίως στις περιπτώσεις –όπως για παράδειγμα, στα τσιμέντα– που η κρατικοποίηση υπήρξε περισσότερο πολιτική επιλογή, παρά προϊόν οικονομικών επιδόσεων. Ταυτόχρονα, την περίοδο αυτήν αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους ορισμένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους τεχνολογιών αιχμής, όπως οι τηλεπικοινωνίες και η ενέργεια. Οι επιχειρήσεις αυτές, διαφοροποιώντας τις δραστηριότητές τους, θα εξελιχθούν αργότερα σε ομίλους εταιρειών και θα αποτελέσουν τον πυρήνα των διεθνώς ανταγωνιστικών ελληνικών επιχειρήσεων της δεκαετίας του 1990.
Προτού καταστεί ορατή –πολύ αργότερα– ωστόσο, η εξέλιξη αυτή δεν ήταν ικανή να ανατρέψει τη συνολική εικόνα της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του 1980. Αντίθετα, μια άλλη παράλληλη διαδικασία που λαμβάνει χώρα την περίοδο αυτήν, φαίνεται ότι συνέβαλε μακροπρόθεσμα στη σχετική αντιστάθμιση της καταστροφής κεφαλαίων στο δευτερογενή τομέα της παραγωγής. H αρνητική διεθνής συγκυρία στο χώρο της εμπορικής ναυτιλίας, σε συνδυασμό με πολιτικές εξελίξεις στα διεθνή ναυτιλιακά κέντρα, είχε καταδείξει στους έλληνες εφοπλιστές τη σημασία των σταθερών βάσεων που θα λειτουργούσαν ως ασφαλή καταφύγια σε καιρούς κρίσης (9). Ο «επαναπατρισμός» του εφοπλιστικού κεφαλαίου αποτέλεσε βασική συνιστώσα της συσσώρευσης των όρων για την έξοδο από την παρατεταμένη στασιμότητα της δεκαετίας του 1980∙ εξέλιξη που συμβάδιζε με την προϊούσα τριτογενοποίηση της ελληνικής οικονομίας.
Η αύξουσα βαρύτητα των άδηλων πόρων και των καθαρών μεταβιβάσεων από την ΕΟΚ στην κάλυψη του καλπάζοντος εμπορικού ελλείμματος δεν αρκούσε για την ισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η δομική αυτή ανεπάρκεια, την οποία επιδείνωνε συγκυριακά ο εκλογικός κύκλος, επιφέροντας δύο σοβαρές κρίσεις το 1985 και το 1989–1990, κατέστησε πολύ γρήγορα το δανεισμό συστατικό στοιχείο του μεταπολιτευτικού αναπτυξιακού υποδείγματος. Έτσι, το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε από 27,2% το 1981 σε 71,4% το 1990, καθιστώντας τη διαχείρισή του ένα από τα κομβικά επίδικα της αντιπαράθεσης γύρω από την οικονομική πολιτική της περιόδου.
(4) Χ. Τσάκας, Οι έλληνες βιομήχανοι μπροστά στην ευρωπαϊκή πρόκληση, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2015, σ. 194–218. (5) Για το θεσμικό πλαίσιο καταστολής του εργοστασιακού συνδικαλισμού την περίοδο αυτήν, βλ. Χ. Ιωάννου, Μισθωτή απασχόληση και συνδικαλισμός στην Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, 1989, σ. 120–121. (6) Για την περίφημη συνέντευξη τύπου, με την οποία ο ΣΕΒ εισήγαγε τον όρο στο πολιτικό λεξιλόγιο της εποχής, βλ. Ο Οικονομικός Ταχυδρόμος, 18/3/1976. (7) Σ. Βαμιεδάκης, Εργασιακές σχέσεις και συνδικαλιστικό κίνημα μετά τη Μεταπολίτευση: Η εργατική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, 1981–1985, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2009. (8) Τ. Γιαννίτσης, Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και επιπτώσεις στη βιομηχανία και στο εξωτερικό εμπόριο, Αθήνα: Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, 1988, 244–275 και Δ.Α. Κάζης–Α.Ι. Βλασίδης, Χαλυβουργία, Αθήνα: ΚΕΠΕ, 1986. (9) Γ. Θεοτοκάς–Τ. Χαρλαύτη, «Η ελληνόκτητη ναυτιλία. Διατήρηση και διεύρυνση της ηγετικής της θέσης», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του νέου Ελληνισμού 1770–2000, 10 τ., Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2003, τ. 10, σ. 101–118.
Η κατάρρευση της δικτατορίας στον απόηχο της κυπριακής τραγωδίας έμοιαζε με πορεία σε αχαρτογράφητα ύδατα για την ελληνική αστική τάξη. Μέσα σε λίγους μήνες ωστόσο, βοηθούσης και της ισχυρής κυβερνητικής πλειοψηφίας που προέκυψε από τις εκλογές του Νοεμβρίου, η πολιτική σταθερότητα φαινόταν να έχει αποκατασταθεί. Το Δεκέμβριο μάλιστα, το δημοψήφισμα έθεσε τέλος και στο πολιτειακό ζήτημα που είχε ταλανίσει επί μακρόν την ελληνική πολιτική σκηνή. Την επαύριο του δημοψηφίσματος, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δημήτριος Μαρινόπουλος, σημείωνε από το βήμα της ετήσιας συνόδου της Ένωσης των Συνδέσμων Βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (UNICE):
Η διάψευση των χειρότερων φόβων του ΣΕΒ για τα συμπαρομαρτούντα της δημοκρατικής μετάβασης δεν συνεπαγόταν και μια ομαλή προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Οι έλληνες βιομήχανοι αποδέχτηκαν εκόντες άκοντες τις πρώτες μεταπολιτευτικές αυξήσεις των εργατικών απολαβών που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με στόχο τη μερική αποκατάσταση των απωλειών που είχε υποστεί η μισθωτή εργασία το 1973–74. (11) Όταν διαπίστωσαν όμως, ότι οι αυξήσεις αυτές ήταν μόνο η αρχή, καθότι τα επόμενα χρόνια θα έκανε την εμφάνισή του στα εργοστάσιά τους ένα είδος συνδικαλισμού πολύ διαφορετικού ύφους και ήθους από αυτό με το οποίο είχαν συνηθίσει να εξαγοράζουν τον έλεγχο των εργατών και των εργατριών τους μέχρι τότε, η νευρικότητά τους άρχισε να αυξάνει. Τα πνεύματα οξύνθηκαν ιδιαίτερα, όταν στην προσπάθειά της να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του κράτους με τους μεγάλους κεφαλαιούχους που είχαν αναδειχθεί στα κύρια στηρίγματα της δικτατορίας, η πρώτη κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε στην κρατικοποίηση του Ομίλου της Εμπορικής Τράπεζας. (12) Η κίνηση αυτή εκλήφθηκε από τους κύκλους του ΣΕΒ, οι οποίοι τον Μάρτιο του 1976 εξαπέλυαν μύδρους περί σοσιαλμανίας, ως στροφή στον κρατικό παρεμβατισμό που απειλούσε την πρωτοκαθεδρία του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Οι τελευταίοι αντιδιέστειλαν αυτή την τάση προς τη σύγκλιση με την Κοινή Αγορά. (13)
Η αντίδραση του ΣΕΒ μπορεί να μην ανέκοψε άμεσα την αυξανόμενη ανάμιξη του κράτους στην οικονομία, επιτάχυνε ωστόσο, ένα άλλο είδος κρατικής παρέμβασης –επιθυμητό αυτήν τη φορά- για τους βιομηχάνους: τη σκλήρυνση του νομικού πλαισίου για το συνδικαλισμό και την καταστολή των εργατικών κινητοποιήσεων. Το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζει ολόκληρη την περίοδο μέχρι το 1981, ακόμη και όταν συνοδεύεται από παραχωρήσεις θεαματικών μισθολογικών αυξήσεων σε συνθήκες σχετικής υποχώρησης του πληθωρισμού. Η συμβολική ρήξη με την παράδοση των κρατικοποιήσεων που εγκαινίασε η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση της ΝΔ θα ερχόταν λίγο αργότερα. Το 1977 κύκλοι του ΣΕΒ θα καταφέρουν να επιβάλουν ως υποψήφιο με τα ψηφοδέλτια του κόμματος τον προερχόμενο από τις τάξεις της ελληνικής βιομηχανίας Στέφανο Μάνο, ενώ το Μάιο του 1978 η είσοδος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο κυβερνητικό σχήμα από τη θέση του υπουργού Συντονισμού θα γίνει δεκτή με ανακούφιση –και ενθουσιασμό– από τους θιασώτες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Ο ανασχηματισμός του Μαΐου του 1978 έκλεινε μια περίοδο έντονης παρέμβασης του κράτους στην οικονομία, κατά την οποία διευθετήθηκε η αναθεώρηση ορισμένων μεγάλων συμβάσεων της δικτατορίας. Τη χρονιά εκείνη ολοκληρώθηκε εξάλλου, η διττή στρατηγική της διαχείρισης του εργατικού κινήματος μέσω της παραχώρησης μισθολογικών αυξήσεων και της καταστολής των κινητοποιήσεων. Στο εξής, η διατήρηση του θεσμικού πλαισίου εναντίον του εργοστασιακού συνδικαλισμού δεν θα συνοδευόταν από αυξήσεις που θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη δεύτερη πληθωριστική έκρηξη της δεκαετίας. Η οριστική ήττα του κινήματος των εργοστασιακών επιτροπών ωστόσο, δεν συνεπαγόταν και την πλήρη κατίσχυση της λογικής της κοινωνικής ειρήνευσης. Αντίθετα, τη θέση των «άγριων» απεργιών θα έπαιρνε ένα συνδικαλιστικό κίνημα «κοινοβουλευτικού» χαρακτήρα, το οποίο αντί της έντασης και της διάρκειας θα προέκρινε την έκταση και το συμβολισμό. Το κίνημα αυτό, που επικεντρωνόταν σε τράπεζες και επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας, προοιώνιζε την αυξανόμενη σημασία της επερχόμενης εκλογικής μάχης σε συνθήκες οικονομικής αστάθειας και κινηματικής υποχώρησης. (14)
(10) Δελτίον ΣΕΒ, 299, 15/12/1974. (11) Δελτίον ΣΕΒ, 291–292, 31/8/1974 και 293, 15/9/1974. (12) Ο Οικονομικός Ταχυδρόμος, 16/9/1976. (13) Δελτίον ΣΕΒ, 382, 31/5/1978, και 384, 30/6/1978 (14) Χ. Ιωάννου, Μισθωτή απασχόληση και συνδικαλισμός στην Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, 1989, σ. 175–180.
To 1981 οι καταγγελίες των ελλήνων βιομηχάνων περί «σοσιαλμανίας» έμοιαζαν πια πολύ μακρινές. Από την αρχή του έτους η Ελλάδα ήταν πλέον και τυπικά ισότιμο μέλος της ΕΟΚ, το ρεύμα των κρατικοποιήσεων είχε υποχωρήσει, ο εργοστασιακός συνδικαλισμός είχε τσακιστεί και η αποκατάσταση των απωλειών της εργασίας στο προϊόν της βιομηχανίας είχε μερικώς αναιρεθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διακηρύξεις της αναδυόμενης εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης δεν θα εξαντλούνταν απλώς σε ένα επίπεδο πολιτικών συμβολισμών. Αντίθετα, το ιστορικό μπλοκ της «Αλλαγής» είχε μια σαφή πολιτική πρόταση για το πρόβλημα της ενσωμάτωσης του πρώιμου μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού: κατακόρυφη αύξηση των κατώτατων ημερομισθίων, εκδημοκρατισμός του εργατικού συνδικαλισμού, επαναφορά των κρατικοποιήσεων ως μέσου άσκησης οικονομικής πολιτικής, αλλά και επαναπροσδιορισμού των σχέσεων με τον επιχειρηματικό κόσμο. Το 1982, το μερίδιο της εργασίας στο προϊόν της ελληνικής βιομηχανίας ξεπερνά για πρώτη φορά τα προδικτατορικά επίπεδα, ενώ το 1984 θα γνωρίσει ιστορικό υψηλό, προσεγγίζοντας επίπεδα κοντά στο 50% (αλλά πάντως κάτω από αυτό). Στο μεταξύ, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει προλάβει να δρομολογήσει την κρατικοποίηση της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ, μία από τις επιχειρήσεις–σύμβολα της ελληνικής εκβιομηχάνισης, να επιβάλει την επαναπρόσληψη απολυμένων συνδικαλιστών σε βιομηχανίες που είχαν γνωρίσει μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις και να εξασφαλίσει τη συμμετοχή εκπροσώπων της εργασίας στη διοίκηση ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Ωστόσο, οι πρωτοβουλίες αυτές, που προκάλεσαν διαιρέσεις με σαφές ταξικό πρόσημο, έλαβαν χώρα στο νέο κανονιστικό πλαίσιο που όριζε η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι κορώνες ενάντια στο πλαίσιο αυτό δεν συνδυάστηκαν με την έμπρακτη αμφισβήτησή του παρά μόνο ως ένα διαπραγματευτικό χαρτί με στόχο την παράταση μεταβατικών εξαιρέσεων και την απόσπαση πρόσθετων αντισταθμισμάτων. Εξάλλου, η πετρελαϊκή κρίση του 1979, σε συνδυασμό με την προϊούσα υποχώρηση του προστατευτισμού, επιδείνωσαν καθοριστικά τα προβλήματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι δομικές αδυναμίες του παραγωγικού συστήματος και οι κοινωνικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης κατέστησαν αδύνατη την αντιμετώπιση του προβλήματος με μέσα εναλλακτικά του εσωτερικού και εξωτερικού δανεισμού (15). Η συνθήκη αυτή έλαβε οξύτατες διαστάσεις κατά το προεκλογικό έτος 1985, όταν το μοντέλο της ανάπτυξης μέσω της ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς κατέδειξε τα όριά του: η αξία των εισαγωγών αυξήθηκε κατά 26%, το εμπορικό έλλειμμα υπερέβη το 15%, ενώ την ίδια στιγμή το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ άγγιζε πρωτόγνωρα υψηλά επίπεδα για τα ελληνικά μεταπολεμικά δεδομένα.
Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα προχωρούσε σε μια θεαματική στροφή της οικονομικής πολιτικής. Προσχωρώντας σε ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα με κοινοτική χρηματοδότηση, θα επιχειρούσε να αντιμετωπίσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό και να βάλει σε κάποια τάξη τα δημόσια οικονομικά (16). Το κοινωνικό κόστος αυτής της στροφής ωστόσο, θα γινόταν άμεσα αισθητό. [αφίσα ΑΤΑ] Το 1986, θα σημειωθεί η δραστικότερη μείωση των κατά κεφαλήν αμοιβών στο σύνολο της οικονομίας, καθώς και των κατώτατων ημερομισθίων της μέχρι τότε ελληνικής μεταπολεμικής ιστορίας. Στο πλαίσιο αυτό, το μερίδιο της εργασίας στο προϊόν της βιομηχανίας θα φτάσει στα κατώτερα επίπεδα από το 1975. Η πολιτική αυτή θα συνεχιζόταν και την επόμενη χρονιά, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να αντιστρέψει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του παραγωγικού μοντέλου. Απεναντίας, η περίοδος 1986–87 εγκαινιάζει την κλιμάκωση του ανοίγματος στη δαπάνη για εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών και για εισαγωγές βιομηχανικών ειδών κατανάλωσης, με τις τελευταίες να ξεπερνούν κατά 2,5 περίπου δισεκατομμύρια δολάρια την αξία των πρώτων εντός της διετίας αυτής∙ τάση που συντονιζόταν και με τις εξελίξεις στο χώρο των βιομηχανικών εξαγωγών, με τα ενδιάμεσα αγαθά να υποχωρούν προς όφελος των καταναλωτικών και τα κεφαλαιουχικά αγαθά να κινούνται σε σταθερά χαμηλά επίπεδα.
(15) Για μια προσέγγιση της ελληνικής οικονομίας μέσα από αυτό το πρίσμα, βλ. Σ.Β. Θωμαδάκης, Κράτος και ανάπτυξη στην Ελλάδα. Ένα εξελικτικό δίδυμο, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2011. (16) G. Pagoulatos, Greece's New Political Economy: State, Finance and Growth from Postwar to EMU, New York: Palgrave Macmillan, 2003, σ. 103–114.
Τα όποια θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής δεν στάθηκαν ικανά να πείσουν για την αναγκαιότητα συνέχισης της λιτότητας. Μάλιστα, οι εκπροσωπήσεις του κυβερνώντος κόμματος δοκιμάστηκαν, καθώς η στροφή στην οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ προκάλεσε αποσχιστικές τάσεις στη συνδικαλιστική παράταξη του κινήματος στους χώρους εργασίας. Εκτός από το πολιτικό κόστος όμως, τα υφεσιακά αποτελέσματα της λιτότητας σε συνδυασμό με την αδυναμία βελτίωσης κρίσιμων δεικτών, όπως η παραγωγικότητα της εργασίας, επίσης συνηγορούσαν στην εγκατάλειψη της στροφής.Ταυτόχρονα, στο φόντο της κλιμακούμενης σκανδαλολογίας οι προτεραιότητες άρχισαν να μετασχηματίζονται. Στη δίνη του σκανδάλου Κοσκωτά (17), η κυβέρνηση μετέτρεψε την οικονομική πολιτική σε εργαλείο επιβίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η περιοριστική πολιτική αντιστράφηκε πλήρως προς το τέλος της δεκαετίας, με στόχο την αποκατάσταση των πολιτικών σχέσεων του ΠΑΣΟΚ με τα στρώματα που είχε πλήξει η δημοσιονομική προσαρμογή την οποία είχε επιχειρήσει την επαύριο των εκλογών του 1985. Ενόψει των επαναλαμβανόμενων εκλογικών αναμετρήσεων, τα δημόσια οικονομικά θα ακολουθήσουν πορεία αντιστρόφως ανάλογη της διετίας 1986–87.
Οι διάφοροι πειραματισμοί και οι παλινδρομήσεις της οικονομικής πολιτικής κατά τη δεκαετία του 1980, δεν μπορούσαν να υπερβούν τις αγκυλώσεις της ελληνικής οικονομίας η οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει το κοινωνικό πρόβλημα σε μια αρνητική συγκυρία. Στο τέλος της περιόδου, η αντίφαση αυτή ωστόσο, είχε προσλάβει μια δική της δυναμική. Έχοντας έρθει σε ρήξη με τους παραδοσιακούς φορείς της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ προσπάθησαν, μέσα από αμφιλεγόμενες διαδικασίες, να οικοδομήσουν συμμαχίες με αναδυόμενους επιχειρηματικούς κύκλους, με κριτήριο την κομματική στήριξη. Η διαδικασία αυτή, που κατέληξε να πυροδοτήσει πολέμους συμφερόντων, ήταν προϊόν μιας διπλής απουσίας. Από τη μία πλευρά, απουσίαζε το σχέδιο μιας εναλλακτικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας κάτω από νέες κοινωνικές σχέσεις. Από την άλλη, απουσίαζε και το σχέδιο ενός εναλλακτικού μοντέλου ανάπτυξης εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, η «Αλλαγή» περιορίστηκε στην ανακατανομή των διαθέσιμων πόρων και αργότερα, –όταν πια τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας δεν μπορούσαν να στηρίξουν το κόστος της κοινωνικής πολιτικής– στη βίαιη «προσαρμογή» στην πραγματικότητα. Στο τέλος της διαδρομής ωστόσο, όπως πολύ συχνά γίνεται σε περιόδους διάψευσης, η πολιτική συζήτηση για την οικονομία δεν μπορούσε παρά να περιοριστεί στην υπεράσπιση (ή την καταγγελία) των προσώπων που είχαν αναλάβει την ευθύνη για αυτήν.
(17) Για το πολιτικό κλίμα της εποχής, βλ. Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, 1974–1990, Αθήνα: Θεμέλιο, 2001.