Η ανανεωτική ευρωκομμουνιστική Αριστερά, μια «ανορθογραφία» της Μεταπολίτευσης
Φωτογραφικά Στιγμιότυπα ΚΚΕ Εσωτερικού 1975 - 1982
Οι πρώτες βουλευτικές εκλογές μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας (Ιούλιος 1974) διεξήχθησαν στις 17 Νοεμβρίου 1974 και έλαβαν σιωπηρά, πλην όμως σαφώς, δημοψηφισματική μορφή, παρέχοντας ψήφο εμπιστοσύνης στις επιλογές και την ευθύνη που ανέλαβαν οι πολιτικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας». Στο μεταξύ, αυτές οι πολιτικές δυνάμεις είχαν συσπειρωθεί γύρω από τη Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) και την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (ΕΚ-ΝΔ).
Η ΝΔ ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον Οκτώβριο του 1974 και εξασφάλισε το 54% των ψήφων —μοναδικό επίτευγμα στη μεταπολεμική Ελλάδα— πράγμα που εγγυήθηκε την απόλυτη κυριαρχία της στο Κοινοβούλιο (216 από τις 300 συνολικά έδρες). Οι πολιτικές επιλογές του κυβερνώντος κόμματος κινούνταν προς την κατεύθυνση ενός ελεγχόμενου εκσυγχρονισμού των θεσμών.
Τα περισσότερα πολιτικά στελέχη της προδικτατορικής Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (EPE) είχαν ενταχθεί στη ΝΔ, όπως και ορισμένοι πολιτικοί που είχαν αποχωρήσει από την Ένωση Κέντρου (ΕΚ) το καλοκαίρι του 1965. Ωστόσο, η ΝΔ επιχείρησε ταυτόχρονα την ευρύτερη δυνατή ανανέωση των πολιτικών στελεχών της και, χάρη στην εκλογική της δύναμη, 138 νεοεκλεγέντες βουλευτές εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο πολιτικό προσκήνιο. Η διεύρυνση της εκλογικής αποδοχής της ΝΔ στις εκλογές του 1974, συγκρινόμενη με την εκλογική επιρροή της προδικτατορικής EPE, θυμίζει σε ορισμένα σημεία την άνοδο του Ντε Γκωλ στην εξουσία το 1958. Πράγματι, η ΝΔ εμφάνισε μεγάλη εκλογική δύναμη σε συνδυασμό με μια εντυπωσιακή αύξηση της επιρροής της (σε σύγκριση με την προδικτατορική ΕΡΕ) στους ψηφοφόρους των λαϊκών και εργατικών συνοικιών.
Η ΕΚ-ΝΔ –υπό την ηγεσία του Γεωργίου Μαύρου (20,4% των ψήφων και 61 έδρες), ο οποίος είχε συμμετάσχει ως αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση κατά την μεταβατική περίοδο– εμφάνισε σαφή σημάδια παρακμής λόγω της εκλογικής επιτυχίας της ΝΔ. Επομένως, παρόλο που η ΕΚ-ΝΔ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, η παντοδυναμία του κυβερνώντος κόμματος καθιστούσε ευκολότερη την προσέγγιση της ΕΚ-ΝΔ με άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Από τα τελευταία, το ισχυρότερο ήταν το νεοϊδρυθέν Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) του Ανδρέα Παπανδρέου (με 13,6% των ψήφων και 15 έδρες), ενώ το κόμμα της Ενωμένης Αριστεράς (χαλαρός εκλογικός συνασπισμός που περιλάμβανε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας — ΚΚΕ, το ΚΚΕ Εσωτερικού και την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά — ΕΔΑ) περιορίστηκε στο 9,5%, το χαμηλότερο εκλογικό ποσοστό της κομμουνιστικής αριστεράς από την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου (1) Το ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον κατά το αρχικό στάδιο της δημιουργίας του, επιχείρησε και κατάφερε να εδραιώσει την εικόνα ενός εντελώς νέου κόμματος, χωρίς άμεσους δεσμούς με το παρελθόν. Η διαφοροποίησή του από την δικτατορική ΕΚ ήταν πολύ έντονη στο επίπεδο πολιτικού λόγου, αλλά η ομοιότητα μεταξύ των δύο κομμάτων ήταν ιδιαίτερα εμφανής στο επίπεδο της εκλογικής βάσης και των μελών τους (2) .
Στις 8 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για το μέλλον της μοναρχίας. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας με ποστοστό 69,2%, ενώ υπέρ της μοναρχίας ψήφισε το 30,8%. Έτσι λύθηκε οριστικά ένα ζήτημα που βρισκόταν στο επίκεντρο του δημόσιου και πολιτικού βίου της χώρας ήδη από το 1915. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι το ζήτημα της μοναρχίας δεν δίχαζε πλέον την ελληνική κοινή γνώμη. Η εκλογική βάση της ΝΔ ως συντηρητικού κόμματος διχαζόταν από το αποτέλεσμα. Πράγματι, η ανάλυση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος φανερώνει ότι σχεδόν όλοι οι υποστηρικτές της μοναρχίας προέρχονταν από την εκλογική βάση της διευρυμένης το 1974 ΝΔ.
Τις κυβερνητικές επιλογές της ΝΔ μετά το 1974 χαρακτηρίζει ατολμία, ιδιαίτερα σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής που αφορούσαν το δίλημμα της ρήξης ή μη με το παρελθόν. Αυτή η προσέγγιση επηρέασε το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών, στις 20 Νοεμβρίου 1977, με πολλές απώλειες σε όλα τα μέτωπα. Η εμφάνιση της Εθνικής Παράταξης (6,3%) ως αντίπαλου πόλου στα δεξιά της ΝΔ και το σημαντικό ποσοστό ψήφων που μετακινήθηκε κατευθείαν από τη ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ (μετακίνηση που άγγιζε ενδεχομένως το 9% του εκλογικού σώματος, προαγγέλλοντας τις μετέπειτα εξελίξεις) μείωσε δραματικά την εκλογική δύναμη της ΝΔ από το 54,4% στο 41,8%, παρόλο που η τελευταία διατήρησε την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο (171 έδρες).
Ωσόσο, το πιο σημαντικό αποτέλεσμα των εκλογών του 1977 ήταν η ανασυγκρότηση των δυνάμεων της κεντροαριστεράς: το ΠΑΣΟΚ σχεδόν διπλασίασε την εκλογική του δύναμη (25,3%) και με 93 έδρες έγινε αξιωματική αντιπολίτευση.
Όσον αφορά την αριστερή πτέρυγα του πολιτικού φάσματος, οι εκλογές του 1977 σφραγίστηκαν από την απόλυτη κυριαρχία του ΚΚΕ (9,4% και 11 έδρες) έναντι του κύριου αντίπαλόυ του, του ΚΚΕ Εσωτερικού. Έτσι έληξε η διαμάχη για την κληρονομιά της κομμουνιστικής εκλογικής παράδοσης, που υπήρχε από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968.
Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων που αναδύθηκε από τις εκλογές του 1977 έμοιαζε πολύ με ένα σύστημα πολωμένου πλουραλισμού, αν λάβουμε υπόψη τον αριθμό των κομμάτων καθώς και το εύρος της πόλωσης (3) . Το μοντέλο πολυκομματικού συστήματος που παρατηρήθηκε προσωρινά στις εκλογές του 1977 ακυρώθηκε με τη διάλυση της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ) μετά την εκλογική της ήττα. Το τοπίο που αναδυόταν σταδιακά ήταν αυτό ενός πολωμένου και ασύμμετρου τρικομματικού συστήματος (4) Νικολακόπουλος 1989). Κατά την περίοδο 1978-1981, η ΝΔ μπόρεσε να αντιμετωπίσει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία το ρήγμα που προήλθε από τα δεξιά της —Εθνική Παράταξη— και να αποφύγει τη δημιουργία ενός διαχωρισμού στο επίπεδο της εκλογικής βάσης μεταξύ Δεξιάς και Άκρας Δεξιάς. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η διάκριση μεταξύ εκσυγχρονισμού και προσκόλλησης στην παράδοση δεν ήταν σε καμία περίπτωση ταυτισμένη με τις κομματικές επιλογές της ΝΔ και της Εθνικής Παράταξης αντίστοιχα, διευκόλυνε την απορρόφηση της Άκρας Δεξιάς. Αντιθέτως, η τελευταία είχε εισχωρήσει βαθιά εντός της ΝΔ, όπως είχε ήδη γίνει φανερό από το δημοψήφισμα του 1974. Αυτό αποδείχθηκε ξανά σε πολλές περιπτώσεις στις δημοτικές εκλογές του 1978 και προσωποποιήθηκε, έστω και με ασαφή τρόπο, στη σύγκρουση ανάμεσα στον Γεώργιο Ράλλη και τον Ευάγγελο Αβέρωφ για τη διαδοχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά την εκλογή του τελευταίου ως Προέδρου της Δημοκρατίας τον Μάιο του 1980.
Η απορρόφηση της Άκρας Δεξιάς από η ΝΔ είχε ως άμεση συνέπεια η τελευταία να εμφανίζεται ως μια συνέχεια της προδικτατορικής Δεξιάς και έτσι να απομακρύνεται από τον μεσαίο χώρο του εκλογικού ανταγωνισμού (5) . Το γεγονός αυτό μείωσε σημαντικά και/ή ακύρωσε τα αναμενόμενα οφέλη από το άνοιγμα του κόμματος, το οποίο επιχειρήθηκε το 1978, προσελκύοντας σημαντικό αριθμό κομματικών στελεχών από το Κέντρο (για παράδειγμα, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη από το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων και τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο από την ΕΔΗΚ). Αυτή η εξέλιξη επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ να κινηθεί άμεσα και να καταλάβει το κέντρο του πολιτικού φάσματος.
(1) H. R. Penniman, (επιμ.), Greece at the Polls. The National Elections of 1974 and 1977, Washington and London: American Enterprise Institute, 1981, R. Clogg, Parties and Elections in Greece. The Search for Legitimacy, London: C. Hurst and Co, 1987. (2) Ch. Lyrintzis, «Between Socialism and Populism: The Rise of the Panhellenic Socialist Movement», διδακτορική διατριβή, University of London, 1984, M. Spoudalakis, The Rise of the Greek Socialist Party, London: Routledge, 1988. (3) S. Seferiades, «Polarization and Non-proportionality: The Greek Party System in the Postwar Era», Comparative Politics, 19:1, 69-93, 1986. (4) G. Th. Mavrogordatos, «The Greek Party System: A Case of Limited but Polarized Pluralism?», West European Politics, 7:4, 156-169, 1984, Η. Νικολακόπουλος, Εισαγωγή στη θεωρία και την πρακτική των εκλογικών συστημάτων, Αθήνα και Κομοτηνή: Αντώνης Σάκκουλας, 1989. (5) G. Th. Mavrogordatos, The Rise of the Greek Sun. The Greek Election of 1981, London: King’s College Press, 1983.
Στις επόμενες βουλευτικές εκλογές (18 Οκτωβρίου 1981) το ΠΑΣΟΚ επικράτησε με ποσοστό 48,1% (172 έδρες), αφήνοντας τη ΝΔ –με επικεφαλής το Γεώργιο Ράλλη, πρωθυπουργό από τον Μάιο του 1980– στο 35,9% (115 έδρες). Οι ραγδαίες μεταβολές που παρατηρήθηκαν στο πολιτικό σύστημα μετά από τις εκλογές του 1977 είχαν συμβάλει ιδιαίτερα στη διαμόρφωση αυτού του αποτελέσματος.
Το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος του παραδοσιακά κεντρώου χώρου. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κυριαρχία του στο προπύργιο της Κρήτης (όπου έλαβε συνολικά το 60,6% των ψήφων), καθώς και στη βορειοδυτική Πελοπόννησο (όπου το ΠΑΣΟΚ ξεπέρασε το 50%). Ωστόσο, παρά την άμεση ιστορική συνέχεια του ΠΑΣΟΚ με την προδικτατορική ΕΚ, είναι σημαντικό να επισημανθούν ορισμένες σημαντικές διαφορές: α) Η σαφής διαφοροποίηση της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ (για παράδειγμα η βάση του ξεπέρασε το 50% των ψηφοφόρων στους λαϊκούς και εργατικούς δήμους της περιφέρειας της πρωτεύουσας, ενώ παρέμεινε περίπου στο 35% στα μεσοαστικά και μεγαλοαστικά προάστια). β) Η ριζική ανανέωση των πολιτικών προσώπων• ο κύριος χώρος από όπου το ΠΑΣΟΚ αντλούσε την κοινοβουλευτική του στήριξη κατά την πρώτη αυτή μεταδικτατορική περίοδο ήταν η αριστερή πτέρυγα που είχε διαμορφωθεί στην προδικτατορική ΕΚ (ιδιαίτερα μετά την πολιτική κρίση του 1965) και κυρίως πρόσωπα που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο από την οργάνωση νεολαίας της Ένωσης Κέντρου (Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία — ΕΔΗΝ), που σε μεγάλο βαθμό αντιπροσώπευαν επίσης τη ριζοσπαστικοποίηση των δυναμικά νέων κοινωνικών στρωμάτων. Γι' αυτό τον λόγο, ο πολιτικός λόγος του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980, ιδιαίτερα στη λαϊκιστική εκδοχή του, χαρακτηριζόταν από συνεχείς αναφορές στις πολιτικές κρίσεις της δεκαετίας του 1960. Η διαμόρφωση ενός σοσιαλιστικού κόμματος (στην ελληνική εκδοχή του) πραγματοποιήθηκε, λοιπόν, από πολιτικά πρόσωπα που σε μεγάλο βαθμό δεν είχαν προηγούμενη κοινοβουλευτική εμπειρία (από τους 170 βουλευτές που εξέλεξε το ΠΑΣΟΚ το 1981, οι 150 εξελέγησαν για πρώτη φορά μετά τη δικτατορία με το ΠΑΣΟΚ) και ήταν εξαιρετικά νέοι σε ηλικία (τα 2/3 της πρώτης κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ ήταν κάτω των 50 ετών).
Η ΝΔ, με το χαμηλότερο ποσοστό (σε βουλευτικές εκλογές) στη μέχρι τότε ιστορία της, φάνηκε να επιστρέφει στο εκλογικό προφίλ της προδικτατορικής παραδοσιακής Δεξιάς. Η πιο χαρακτηριστική ένδειξη αυτής της επιστροφής ήταν η μεγάλη αναντιστοιχία εκλογικής επιρροής μεταξύ των αγροτικών περιοχών (όπου εξασφάλισε το 39,5% των ψήφων) και των αστικών κέντρων (όπου περιορίστηκε στο 30,9%). Άμεσος αντίκτυπος αυτής της διαφοράς ήταν το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό των προ δικτατορίας βουλευτών στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ (περίπου 30%). Επιπλέον, η εικόνα αυτή ενισχύθηκε από την αλλαγή ηγεσίας που επιχειρήθηκε την επαύριο της εκλογικής της ήττας, με τον Ευ. Αβέρωφ να διαδέχεται τον Ράλλη.
Αντίθετα, το ΚΚΕ –συνεχίζοντας την ανοδική του πορεία– έτεινε να προσεγγίζει τα ποσοστά της προδικτατορικής ΕΔΑ, ενώ, σε μεγάλο βαθμό, η γεωγραφική κατανομή της ισχύος του παρέμεινε ίδια είτε με εκείνη των πρώτων χρόνων μετά τον Εμφύλιο, είτε ακόμα και με εκείνη της περίοδου του Μεσοπολέμου. Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικό αυτής της μακρόχρονης ιστορίας ότι το ΚΚΕ, εκτός από την περιοχή της πρωτεύουσας και της Θεσσαλονίκης, εξέλεξε βουλευτές σε τρεις μόνο εκλογικές περιφέρειες (στη Λάρισα, τη Μαγνησία και τη Λέσβο) όπου ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου είχε συμπαγή και ευρεία στήριξη, η οποία του προσέφερε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση(7) .
Το πολιτικό σύστημα σταθεροποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό από την αλλαγή εξουσίας που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1981. Ταυτόχρονα, τα μέτρα που υιοθετήθηκαν από τις πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (εξασφαλίζοντας αφενός την ανακατανομή του εισοδήματος και συμβάλλοντας, αφετέρου, άμεσα ή έμμεσα, στην εκμηδένιση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου) διευκόλυναν την ενσωμάτωση σημαντικών στρωμάτων του εκλογικού σώματος εντός του πολιτικού συστήματος και υπονόμευσαν τα θεμέλια των κληροδοτημένων διχασμών του παρελθόντος. Πρέπει να επισημανθεί ότι αυτές οι μεταβολές ανελήφθησαν στο πλαίσιο συνεχούς ενίσχυσης ενός ρεύματος λαϊκιστικού τύπου.
Η κύρια μέριμνα του ΠΑΣΟΚ τα τέσσερα πρώτα χρόνια ήταν να διατηρήσει την κυριαρχία του στο πολιτικό σύστημα. Από τη μια πλευρά επιδίωξε μια ευνοϊκή (για το ίδιο) συγχώνευση των ρήξεων του παρελθόντος σε μια απλουστευμένη μορφή, που συμπυκνώθηκε συμβολικά στην αντιπαράθεση «Δεξιάς και Αντι-Δεξιάς», και από την άλλη με τακτικές ενέργειες καθιστούσε αυτή τη διαφορά περιστασιακά επίκαιρη. Η πιο χαρακτηριστική τακτική αυτού του είδους υπήρξε η αποκαλούμενη «ρήξη της 9ης Μαρτίου του 1985», όταν ετέθη τέλος στη συνύπαρξη του Προέδρου της Δημοκρατίας (θέση που κατείχε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατά την περίοδο 1980-1985) με μια κυβέρνηση που προερχόταν από διαφορετικό πολιτικό και κομματικό χώρο.
Οι βουλευτικές εκλογές στις 2 Ιουνίου 1985 επιβεβαίωσαν τις τακτικές επιλογές του ΠΑΣΟΚ, εξασφαλίζοντάς του μια δεύτερη τετραετία στην εξουσία με ποσοστό 45,8% (161 έδρες), παρά τη σχετική άνοδο της ΝΔ (40,8% και 126 έδρες), στην ηγεσία της οποίας βρισκόταν από τον Σεπτέμβριο του 1984 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Η πιο σημαντική διάσταση των εκλογών του 1985 ήταν ο συνδυασμός του τρικομματικού διαχωρισμού του εκλογικού σώματος με μια ιδιαίτερα έντονη διπολική μορφή προεκλογικού αλλά και κυβερνητικού ανταγωνισμού (η «σύγκρουση των δύο κόσμων»).
Ο διπολισμός προκάλεσε επίσης σημαντική ώσμωση και ρευστότητα μεταξύ των δύο (αντι-Δεξιών) πόλων του τρικομματικού συστήματος (του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ). Όπως αποδεικνύεται και από εμπειρική μελέτη αυτής της περιόδου, σχεδόν το ήμισυ της εκλογικής βάσης της κομμουνιστικής Αριστεράς αντιμετώπιζε θετικά το ΠΑΣΟΚ, ενώ την ίδια στιγμή σημαντικό τμήμα υποστηρικτών του ΠΑΣΟΚ αντιμετώπιζαν θετικά το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού. Εξαιρώντας αυτούς τους κομματικούς δεσμούς, ίσως ο πλέον καθοριστικός παράγοντας ήταν η σχετικά κοινή ιδεολογική σύνθεση, στο επίπεδο της εκλογικής βάσης, των δύο (αντι-Δεξιών) πολιτικών δυνάμεων. Οι τελευταίες πρόβαλλαν ως κύριο ιδεολογικό άξονα την αρνη-τική στάση προς τις ΗΠΑ, τους εκπροσώπους του κεφαλαίου καθώς και την εμπειρία από το μετεμφυλιακό «κράτος της Δεξιάς». Σε συνδυασμό με την απόλυτη απόρριψη της ΝΔ, αυτό δημιούργησε το πραγματικό υπόβαθρο για τη παγίωση της σχηματικής διαμάχης «Δεξιάς και Αντι-Δεξιάς»(8) .
Οι εκλογές του 1985 δεν μετέβαλαν σημαντικά τον εκλογικό χάρτη, επαλήθευσαν ωστόσο ορισμένες κρίσιμες συσπειρώσεις της εκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΚΚΕ. Σε σύγκριση με τις εκλογές του 1981, η ΝΔ αύξησε αισθητά την επιρροή της στα αστικά κέντρα (από 30,9% στο 38,7%). Δεν κατόρθωσε, όμως, να αυξήσει σημαντικά τα εκλογικά της κέρδη στις αγροτικές περιφέρειες (42,5% σε σύγκριση με το 39,5% του 1981). Τα κέρδη αυτά εξηγούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη συρρίκνωση της Άκρας Δεξιάς και την απορρόφηση ορισμένων υπολειμμάτων της Κεντροδεξιάς.
Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ διατήρησε σε μεγάλο βαθμό την επιρροή του στις αγροτικές περιοχές (46,5% από 48%), αλλά εμφάνισε σημαντική πτώση στα αστικά κέντρα (44,9% από 48,2%), με τις απώλειες να εντοπίζονται κυρίως στα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Η πτώση του ΠΑΣΟΚ στα αστικά κέντρα θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη εάν δεν είχε ενισχυθεί σε κάποιο βαθμό από μερικά περιορισμένα, αλλά αξιοσημείωτα κέρδη, τα οποία προέρχονταν από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που σε προηγούμενες εκλογές είχαν υποστηρίξει το ΚΚΕ. Πράγματι, ενώ η εκλογική επιρροή του ΚΚΕ στις αγροτικές περιφέρειες παρέμενε σταθερή (8,2% το 1985 σε σύγκριση με 8,3% το 1981), εμφάνισε σημαντική πτώση στα αστικά κέντρα (12,2%, σε σύγκριση με το 14,6% το 1981) και μάλιστα σε περιοχές που ώς τότε θεωρούνταν ισχυρά προπύργιά του. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε το ΚΚΕ στη διαπίστωση ότι «η μήτρα της ΕΑΜικής αντίστασης εξαντλεί το δυναμικό της για να υποστηρίζει το κόμμα μας» και στην απόφασή του να υπονομεύσει το σχήμα της αντιπαράθεσης «Δεξιάς και Αντι-Δεξιάς» (9) .
Την ίδια στιγμή, η ΝΔ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι η ιδεολογική χρήση της ιστορίας πλέον λειτουργούσε ευνοϊκά μόνο για το ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο είχε κατορθώσει να επιβάλει ως κυρίαρχη ερμηνεία της ιστορίας την αντιπαράθεση μεταξύ «Δεξιάς και Αντι-Δεξιάς», η οποία έθετε πολλά διλήμματα. Αυτό βέβαια αποτελούσε για το ΠΑΣΟΚ μια εκλογικά επικερδή σύνθεση των πολλαπλών αντιθέσεων του παρελθόντος. Έτσι, από τις αρχές του 1986, η ΝΔ προσπάθησε να εκμηδενίσει την πολιτική σημασία αυτών των κληρονομημένων ρήξεων και να προτάξει το στόχο της «εθνικής συμφιλίωσης». Συγκεκριμένα, υιοθέτησε μια προσέγγιση πολιτικής αντιπαράθεσης ριζικά διαφορετική από εκείνη που είχε μέχρι τότε (η οποία είχε κορυφωθεί στην αποχώρησή της από το Κοινοβούλιο τον Αύγουστο του 1982, όταν αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά η ΕΑΜική αντίσταση). Αυτές οι νέες επιλογές δοκιμάστηκαν με αναπάντεχη επιτυχία στις δημοτικές εκλογές τον Οκτώβριο του 1986, όταν οι υποψήφιοι της ΝΔ εκλέχτηκαν στους τρεις μεγαλύτερους δήμους της χώρας (Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη), όπου έως τότε επικρατούσαν οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς. Στις δημοτικές εκλογές του 1986 παρατηρήθηκαν, επίσης, μεταβολές στην εκλογική τακτική του ΚΚΕ: αρνήθηκε να υποστηρίξει τον υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα στις επαναληπτικές εκλογές του δεύτερου γύρου, εκφράζοντας με αυτόν τον συμβολικό τρόπο την αντίθεσή του προς τη λογική της αντιπαράθεσης «Δεξιά, Αντι-Δεξιά» που είχε υιοθετήσει το ΠΑΣΟΚ.
Αυτές οι εξελίξεις, οι οποίες φανέρωσαν τα όρια του ιστορικού προσανατολισμού των πολιτικών ταυτοτήτων, αποτελούν μέρος μιας γενικότερης μεταμόρφωσης του πολιτικού βίου, η οποία έλαβε χώρα κατά τη δεύτερη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ. Ξεκινώντας με το πρόγραμμα σταθεροποίησης –με το οποίο επιβλήθηκαν δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας– του 1985 και τη συνακόλουθη κρίση στο εργατικό κίνημα, η επιρροή του ΠΑΣΟΚ από το 1986 και μετά μειωνόταν με σταθερό ρυθμό. Την ίδια στιγμή, το κόμμα έχασε την επαφή του με τις συγγενικές ομάδες τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς. Η πολυσυλλεκτικότητά του είχε αρχίσει να φθίνει, ενώ η δημόσια εικόνα του αρχηγού του δεν είχε την ευρεία απήχηση του παρελθόντος. Το τελευταίο που έγινε ακόμα πιο έντονο με την ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1988 και από τα σκάνδαλα που αποκαλύφθηκαν την ίδια περίοδο. Παρά το έκδηλα αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί για το ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα προς τα τέλη του 1988, τα υπόλοιπα κόμματα δεν φάνηκαν ικανά να απορροφήσουν αυτή τη δυσαρέσκεια κατά το άμεσο χρονικό διάστημα που ακολούθησε. Η ΝΔ δεν έπειθε επαρκώς τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους ούτε για την ικανότητά της να κυβερνήσει ούτε για τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής της εικόνας. Την ίδια στιγμή, το ΚΚΕ και η Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ) –όπως πλέον ονομαζόταν το ΚΚΕ Εσωτερικού– συγκρότησαν τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, τον Φεβρουάριο του 1989. Ωστόσο, παρά την ευφορία που δημιουργήθηκε λόγω αυτού στις τάξεις της Αριστεράς, ο Συνασπισμός βρέθηκε αντιμέτωπος με την κρίση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», γεγονός περιόριζε την πολιτική του απήχηση(10) . Οι εξελίξεις μέχρι τις βουλευτικές εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989 φανέρωσαν την έκταση της θεσμικής κρίσης, την κρίση του πολιτικού συστήματος, καθώς και τις τεράστιες δυσκολίες για την υπέρβαση αυτής της κρίσης. Φυσικά, η διαμόρφωση ενός συστήματος αναλογικής εκπροσώπησης, την άνοιξη του 1989, δημιούργησε τις θεσμικές προϋποθέσεις για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνασπισμού. Εντούτοις, δεν υπήρξε η απαραίτητη πολιτική σύγκλιση για κάτι τέτοιο. Γι' αυτό τον λόγο, η αναλογική εκπροσώπηση δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος και για την αρμονική λειτουργία των θεσμών. Το κύριο εμπόδιο ήταν το σταδιακά αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των οπαδών του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού, η οποία εντάθηκε εξαιτίας των πολιτικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν ως αποτέλεσμα των «σκανδάλων» και της «κάθαρσης από τη διαφθορά». Έτσι, την παραμονή των εκλογών του Ιουνίου του 1989, η πλειονότητα των υποστηρικτών του Συνασπισμού αντιμετώπιζε το ΠΑΣΟΚ τελείως αρνητικά, σχεδόν όσο αρνητικά αντιμετώπιζε τη ΝΔ. Συνεπώς, το παραδοσιακό τρικομματικό σύστημα έχασε ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του: τη διπολική σύγκρουση «Δεξιάς και Αντι-Δεξιάς» (11) .
(6) Η. Νικολακόπουλος, Άτλας των Βουλευτικών Εκλογών της 18ης Οκτωβρίου 1981, Αθήνα: ΕΚΚΕ, 1984, K. Featherstone, D. Katsoulas (επιμ.), Political Change in Greece: Before and After the Colonels, London: Croom Helm, 1985. (7) Η. Νικολακόπουλος, Άτλας των Βουλευτικών Εκλογών.., όπ. π. (8) Χ. Λυριντζής, Η. Νικολακόπουλος (επιμ.), Εκλογές και κόμματα στη δεκαετία του ’80. Εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Αθήνα: Θεμέλιο, 1990. (9) Χ. Λυριντζής, Η. Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. π., σ. 212. (10) Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης 1974-1990. Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία, Αθήνα: Θεμέλιο, 2002. (11) Χ. Λυριντζής, Η. Νικολακόπουλος (επιμ.), όπ. π.
Το εκλογικό αποτέλεσμα της 18ης Ιουνίου 1989 έφερε το στίγμα των τάσεων που διαμορφώθηκαν κατά την τετραετία 1985-1989. Πρώτο κόμμα αναδείχτηκε η ΝΔ με 44,3% (145 έδρες), χωρίς όμως να εξασφαλίσει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Συσπειρώνοντας μεγάλο μέρος της εκλογικής του βάσης, το ΠΑΣΟΚ κατέλαβε τη δεύτερη θέση με 39,1% (125 έδρες), παρόλο που πολλά στελέχη του είχαν αποχωρήσει από το κόμμα (Γεράσιμος Αρσένης, κ.ά.). Η σημαντική άνοδος του Συνασπισμού, ο οποίος συγκέντρωσε 13,1% (28 έδρες) –το μεγαλύτερο ποσοστό που κέρδισε έως τότε η κομμουνιστική αριστέρα από το 1974- είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της Αριστεράς σε ρυθμιστικό παράγοντα για την επίτευξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Όπως και στις προηγούμενες εκλογές, η άνοδος της ΝΔ στις εκλογές της 18ης Ιουνίου υπήρξε μεγαλύτερη στα αστικά κέντρα (4% άνοδος σε σύγκριση με το 1985). Δεν κατάφερε, ωστόσο, να προσελκύσει ούτε τις μισές απώλειες του ΠΑΣΟΚ (8,5% πτώση σε σύγκριση με το 1985), σημαντικό μέρος των οποίων απορροφήθηκε είτε από τον Συνασπισμό είτε από μικρότερα κόμματα. Η άνοδος της ΝΔ και η σχετική πτώση του ΠΑΣΟΚ προήλθε κυρίως από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα των αστικών κέντρων και ειδικότερα από τις πιο δυναμικές τους υποομάδες. Όμως, ανάμεσα στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, η πτώση της δύναμης του ΠΑΣΟΚ υπήρξε αισθητά μικρότερη. Το συνολικό αποτέλεσμα αυτών των μεταβολών ήταν η ισχυροποίηση των έντονων κοινωνικών διαφοροποιήσεων, οι οποίες είχαν αρχίσει ήδη να διαφαίνονται στην εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ το 1985 (τον Ιούνιο του 1989, η δύναμή του κυμαινόταν περίπου στο 45% στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, στο 35% στα μεσαία και γύρω στο 25% στα υψηλά).
Η κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ της ΝΔ και του Συνασπισμού με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη δεν αποτελούσε προαποφασισμένη επιλογή, ούτε το αποτέλεσμα του Ιουνίου πρέπει να θεωρηθεί πως παρείχε ξεκάθαρη εντολή προς οποιανδήποτε κατεύθυνση. Υπήρξε σε μεγάλο βαθμό το απροσδόκητο αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης και το αποκορύφωμα των μεταβολών που είχαν συντελεστεί στην εκλογική βάση των κομμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με βάση τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις εκείνης της περιόδου μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ελληνική κοινή γνώμη ανταποκρινόταν στο παράδοξο του Condorcet (δηλαδή, ότι μια κυβέρνηση της ΝΔ ήταν προτιμότερη από μια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, και μια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν προτιμότερη από μια κυβέρνηση του Συνασπισμού, και μια κυβέρνηση του Συνασπισμού προτιμότερη από μια κυβέρνηση της ΝΔ). Ανεξάρτητα από τις πολιτικές επιλογές σε επίπεδο ηγεσίας, η σύγκλιση της Αριστεράς και της Δεξιάς κατά τη συγκρότηση της κυβέρνησης Τζαννετάκη κατέστη δυνατή αφενός χάρη στο βαθύ ρήγμα το οποίο είχε προκληθεί από τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ «Δεξιάς και Αντι-Δεξιάς» και αφετέρου στην ιδιαίτερη σπουδαιότητα που είχε αποδοθεί στο ζήτημα της «κάθαρσης» της πολιτικής ζωής. (12)
Στις επόμενες εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν στις 5 Νοεμβρίου 1989, η κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ ΝΔ και Συνασπισμού και η καίρια πολιτική απόφαση υπέρ της δικαστικής διευθέτησης των σκανδάλων (με την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων, και του Ανδρέα Παπανδρέου) βρέθηκαν στο επίκεντρο. Το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών φανέρωσε πως το ζήτημα της «κάθαρσης» είχε κριθεί από εκλογική άποψη τον περασμένο Ιούνιο. Επομένως, λίγα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν πλέον σε σχέση με τις πολιτικές προτιμήσεις του εκλογικού σώματος. Το ΠΑΣΟΚ, αν και σε θέση άμυνας, πέτυχε τη συσπείρωση των περισσότερων οπαδών του και ενίσχυσε τη δύναμή του στο 40,7% με 128 έδρες (σε σχέση με το 39,1% του Ιουνίου), ενώ η ΝΔ, παρά τη συνεχιζόμενη άνοδό της (46,2% σε σχέση με το 44,3% του Ιουνίου) δεν κατάφερε και πάλι να εξασφαλίσει κυβερνητική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, παραμένοντας στις 148 έδρες και μην έχοντας πλέον τη δυνατότητα περαιτέρω συνεργασιών. Έτσι, μόνο ο Συνασπισμός εμφανιζόταν να υποχωρεί εκλογικά (11,0% και 21 έδρες), καθώς οι απρόβλεπτες πολιτικές επιλογές του το καλοκαίρι του 1989 είχαν κλονίσει την ήδη εύθραυστη ιστορική και κοινωνική συνοχή της εκλογικής βάσης της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Οι απώλειες του Συνασπισμού υπήρξαν ένα γενικευμένο φαινόμενο, αλλά απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία, επειδή σε πολλές περιπτώσεις συνδυάστηκαν με μια σαφή κοινωνική διαφοροποίηση, καθώς και επειδή ήταν σημαντικές στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Συνεπώς, η δύναμη της κομμουνιστικής Αριστεράς, κυρίως ανάμεσα στους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης της πρωτεύουσας, έφτασε τον Νοέμβριο του 1989 στα χαμηλότερα επίπεδά της από την εποχή του Εμφυλίου. Αυτές οι απώλειες του Συνασπισμού επέτρεψαν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ και κάλυψαν τις διαρροές του προς τη ΝΔ, ιδίως από τις αγροτικές περιφέρειες και τα μεσαία στρώματα.
Αντίστοιχες εκπλήξεις σε σχέση με το τρίμηνο που προηγήθηκε επεφύλαξαν οι πολιτικές εξελίξεις μετά τον Νοέμβριο του 1989. Ο σχηματισμός της «Οικουμενικής» Κυβέρνησης με τον Ξενοφώντα Ζολώτα ως πρωθυπουργό, και τη συμμετοχή της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού –ένα ακόμα χωρίς προηγούμενο γεγονός στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας– άμβλυνε την έντονη πόλωση που επικρατούσε και θόλωσε σε μεγάλο βαθμό τις «διαχωριστικές γραμμές» που την τροφοδοτούσαν. Στην πρώτη γραμμή προτεραιότητας βρέθηκαν τα κρίσιμα προβλήματα της οικονομίας, ενώ την ίδια στιγμή η Οικουμενική Κυβέρνηση διέψευδε συνεχώς τις ελπίδες που είχε δημιουργήσει για την αντιμετώπιση της κρίσης. Το δίλημμα «κυβέρνηση ή ακυβερνησία», το οποίο αποτελούσε το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα της ΝΔ, ενισχύθηκε μέσα από την παρατεταμένη κυβερνητική και πολιτική αστάθεια. Παράλληλα, η επαναπροσέγγιση του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού δεν κατέστη δυνατή λόγω του δισταγμού και των αμοιβαίων επιφυλάξεων, υπονομεύοντας με αυτόν τον τρόπο το σχήμα μιας εναλλακτικής κυβέρνησης συνασπισμού των δύο κομμάτων έναντι του ενδεχομένου μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ.
Η εμπλοκή που προέκυψε κατά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, την οποία προκάλεσε η ΝΔ, οδήγησε στις τρίτες εκλογές, σε λιγότερο από έναν χρόνο, αυτές της 8ης Απριλίου του 1990. Παρά το γεγονός ότι οι μετακινήσεις του εκλογικού σώματος σε σχέση με τον Νοέμβριο ήταν πολύ περιορισμένες (μόνον 3-4 στους 100 ψηφοφόρους έδωσαν την ψήφο τους σε άλλο κόμμα), η ΝΔ κατάφερε να αυξήσει ελαφρώς τη δύναμή της, αγγίζοντας το 46,9% (150 έδρες). Κατόρθωσε, επίσης, να αποκτήσει τελικά κυβερνητική πλειοψηφία όταν ο μοναδικός βουλευτής που εκλέχτηκε από τη Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗΑΝΑ) προσχώρησε στη ΝΔ. Η ΔΗΑΝΑ ήταν μια ομάδα πολιτικών που είχαν αποχωρήσει από τη ΝΔ μετά τις εκλογές του 1985, με ηγέτη τον Κωστή Στεφανόπουλο, μετέπειτα Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η άνοδος της ΝΔ οφειλόταν στην επιτυχία της να διεισδύσει στο πολιτικό πεδίο του ΠΑΣΟΚ και την ίδια στιγμή να προσελκύσει ένα μικρό αλλά καθόλου αμελητέτο ποσοστό οπαδών του Συνασπισμού κυρίως από τα μεσαία και υψηλά κοινωνικά στρώματα της πρωτεύουσας. Το τελευταίο θα ήταν αδιανόητο σε άλλες περιόδους, καθώς θα ερχόταν σε αντίθεση με τη σταθερή συγκρότηση των πολιτικών δυνάμεων σε κόμματα. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρώιμο σύμπτωμα της ευρείας εκλογικής ρευστότητας που χαρακτήρισε τις εκλογές της περιόδου που ακολούθησε (13) .
Η πτώση του ΠΑΣΟΚ τον Ιούνιο του 1989, ύστερα από οκτώ χρόνια διακυβέρνησης και η ανατροπή των ισορροπιών υπέρ της ΝΔ δεν πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στη διαδικασία της «φυσιολογικής» φθοράς που υφίσταται ένα κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία. Ήταν αποτέλεσμα βαθύτερων κοινωνικών, οικονομικών και ιδεολογικών ανακατατάξεων, οι οποίες διαμορφώθηκαν και επηρεάστηκαν από το διεθνές κλίμα της δεκαετίας του 1980, όταν στη Δύση κυριαρχούσε ο φιλελευθερισμός ή ο νεοφιλελευθερισμός και η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (14) .
Η κυριαρχία της ΝΔ στις εκλογές του Απριλίου του 1990 ήταν συνέπεια των παραπάνω ανακατατάξεων. Γι’ αυτό τον λόγο, η κυβέρνηση που σχηματίστηκε με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη εξασφάλισε μια περίοδο χάριτος, που άφησε το στίγμα της στις δημοτικές εκλογές που ακολούθησαν τον Οκτώβριο. Ενδυναμωμένη από την επιτυχία της, η κυβέρνηση της ΝΔ άλλαξε τον εκλογικό νόμο και επανέφερε το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής του 1985 (που παρείχε αυξημένες έδρες στο πλειοψηφούν κόμμα). Από τη μια, προσέθεσε στο εκλογικό σύστημα το «κατώφλι του 3%», αναγκαίο ποσοστό για την εκπροσώπηση ενός κόμματος στο Κοινοβούλιο και, από την άλλη, μια διαδικασία που εξασφάλιζε αξιοσέβαστη εκπροσώπηση για τα μικρά κόμματα με την ίδια σχεδόν αναλογικότητα όπως και στο σύστημα του 1989-1990. Σκοπός αυτής της διαδικασίας ήταν να αποτρέψει μια ενδεχόμενη συνεργασία μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού. Συμπερασματικά, μπορεί να υποστηριχθεί πως τα βασικά χαρακτηριστικά της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1974 μέχρι το 1990 ήταν η δύσκολη αλλά σταθερή απομάκρυνση από τις κληροδοτημένες ρήξεις του παρελθόντος και η βαθμιαία επικέντρωση του εκλογικού ανταγωνισμού των πολιτικών κομμάτων σε σύγχρονα θέματα και διακυβεύματα της συγκυρίας.
(12) Γ. Αναστασάκος, Γ. Βούλγαρης, Η. Νικολακόπουλος, «Εκλογές 1989-1990», ειδική έκδοση για Τα Νέα, 1990. (13) Γ. Αναστασάκος, Γ. Βούλγαρης, Η. Νικολακόπουλος, όπ. π. (14) Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης.., οπ. π.