Το ΚΚΕ εσωτερικού υπήρξε ένα ιδιάζον πολιτικό φαινόμενο της Μεταπολίτευσης. Κομμουνιστικό κόμμα με ιδεολογική εμβέλεια πολλαπλάσια των εκλογικών του επιδόσεων, που εντασσόταν σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό ρεύμα, το ευρωκομμουνιστικό, μαζί με το ιταλικό, γαλλικό και ισπανικό ΚΚ.
Το κόμμα που προέκυψε από τη διάσπαση του ΚΚΕ μετά τη δραματική 12η Ολομέλεια, το 1968, έφερε εξαρχής τη σφραγίδα των προβλημάτων που είχαν τεθεί για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα από το 1956, στη μετα-σταλινική εποχή: πώς ένα κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να είναι προσηλωμένο στη δημοκρατική αρχή, ανοιχτό και ανεκτικό στην έκφραση της μειοψηφίας, προσαρμοσμένο στις εθνικές συνθήκες και συνάμα κριτικό προς τη σοβιετική εμπειρία – η αποδοκιμασία της καταστολής της Άνοιξης της Πράγας ήταν μια από τις ιδρυτικές στιγμές της «ανανεωτικής», όπως ονομάστηκε, ελληνικής Αριστεράς.
Εξίσου καθόρισε τη φυσιογνωμία της η εγχώρια συγκυρία της δικτατορίας. Για το ΚΚΕ εσωτερικού, βασικό ζητούμενο ήταν η συγκρότηση του ευρύτερου δυνατού αντιδικτατορικού μετώπου, με συνοδοιπόρους ακόμη και τμήματα της αστικής τάξης ή της Δεξιάς και ορίζοντα τον εκδημοκρατισμό• αυτό ήταν το περιεχόμενο της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ). Στο πλαίσιο αυτό, προέκρινε και την αξιοποίηση της «φιλελευθεροποίησης» της Χούντας, θεωρώντας ότι οποιοδήποτε μέτρο χαλάρωσης του καθεστώτος διευκόλυνε τη συγκρότηση αντιστάσεων. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου έθεσε εν αμφιβόλω αυτήν τη στρατηγική, με το ΚΚΕ εσωτερικού, όπως το ορθόδοξο ΚΚΕ (αλλά όπως και το γαλλικό PCF στον Μάη του 1968), να αντιμετωπίζει καχύποπτα τις δυνάμεις της «επαναστατικής Αριστεράς» που προέκριναν τη μετωπική σύγκρουση, παρότι τελικά θα συμμετάσχει ενεργά στο μείζον αντιστασιακό γεγονός.
Στη φάση της δημοκρατικής μετάβασης, το ΚΚΕ εσωτερικού αυτοσυστήνεται ως κόμμα περισσότερο εθνικό παρά ταξικό. Το κείμενο «Οι στόχοι του έθνους» διακήρυττε την εθνική ενότητα για τη στερέωση της δημοκρατικής προοπτικής. Το κόμμα κατοχύρωνε ένα μετριοπαθές και ταυτόχρονα μοντέρνο προφίλ, προσελκύοντας ιδίως τον πληθυσμό των αστικών κέντρων, γυναίκες, νέους, κοινωνικά στρώματα με σχετικά υψηλό μορφωτικό και εισοδηματικό επίπεδο.
Κρατούσε αποστάσεις από τον λαϊκιστικό ριζοσπαστισμό του ΠΑΣΟΚ αλλά και τον ρομαντικό ριζοσπαστισμό της Νέας Αριστεράς. Οι κομμουνιστές της «ανανέωσης» θεωρούσαν ότι έπρεπε πάση θυσία να προστατευθεί η αντιδικτατορική ενότητα, ενώ ταυτόχρονα διεκδικούσαν την αναγνώριση στο εσωτερικό της κομμουνιστικής οικογένειας, επιδεικνύοντας ενωτικό πνεύμα με την κοινή κάθοδο με ΚΚΕ και ΕΔΑ (Ενωμένη Αριστερά) στις εκλογές του 1974, ωστόσο με άσχημα εκλογικά αποτελέσματα.
Μετά και την απογοητευτική επίδοση στις εκλογές του 1977, αναγνωριζόταν ότι η ΕΑΔΕ έδινε υπερβολική έμφαση στην αντιδικτατορική ενότητα. Εξ «αριστερών», θεωρούνταν ότι η ΕΑΔΕ ισοδυναμούσε με υπονόμευση του κομμουνιστικού χαρακτήρα του κόμματος, ενώ εκ «δεξιών» ότι το κόμμα, διεκδικώντας μάταια το «χρίσμα» της ΕΣΣΔ, άργησε να διαμορφώσει μια αυτόνομη και ευρύτερη ταυτότητα προκρίνοντας στρατηγικές όπως το Κοινό Πρόγραμμα μεταξύ Κομμουνιστών και Σοσιαλιστών στη Γαλλία.
Μέχρι το 1981, βασική αιχμή είχε γίνει η «ήττα της Δεξιάς», ωστόσο η ηγεμονία του «ποπουλιστικού» ΠΑΣΟΚ και η επικράτηση του ορθόδοξου ΚΚΕ στο παιχνίδι της κομμουνιστικής κληρονομιάς περιόριζαν την ανανεωτική Αριστερά σε μια δύναμη «ηθικής συνείδησης» του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ. Στο πολωτικό τοπίο της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, το ΚΚΕ εσωτερικού είχε επιλέξει μια «διαλογική» κουλτούρα ευρύτερων συναινέσεων, ευρωπαϊσμού και αυτόνομης κοινωνίας πολιτών, που θα παρέμενε μειοψηφική.
Προχωρώντας στη δεκαετία του 1980, το βλέμμα στρεφόταν στην Περεστρόικα ελπίζοντας σε μια συνολική ανανέωση της κομμουνιστικής υπόθεσης. Όχι τυχαία, το 1985 αρχίζει μια υπαρξιακή συζήτηση για το μέλλον του κόμματος, όπου διαμορφώνονται τρεις δρόμοι: ο προσανατολισμός της ηγεσίας (Κύρκος) στη «μετεξέλιξη» του κόμματος σε μη κομμουνιστικό, η πλατφόρμα Μπανιά για την «αναβάθμιση» της κομμουνιστικής ταυτότητας και η «τρίτη άποψη» (Φιλίνης) που τασσόταν υπέρ ενός νέου φορέα με ριζοσπαστικό χαρακτήρα και στενή σύνδεση με τα κοινωνικά κινήματα. Η επικράτηση της μετεξέλιξης οδήγησε τελικά στη δημιουργία της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ) και τους διαφωνούντες στη συγκρότηση του ΚΚΕ εσωτερικού - Ανανεωτική Αριστερά.
Η ιδρυτική διακήρυξη της ΕΑΡ, την άνοιξη του 1987, προέτασσε έναν «πλουραλιστικό πολυκομματικό σοσιαλισμό με ελευθερία και αυτοδιαχείριση», ένα εξίσου πλουραλιστικό κοινωνικό υποκείμενο όπου η ταξική ταυτότητα εμπλουτιζόταν από τα νέα κοινωνικά κινήματα και την κοινωνία πολιτών, μια αποφασιστική ευρωπαϊστική προοπτική και έναν «αριστερό, δημοκρατικό εκσυγχρονισμό».
Η δημιουργία της ΕΑΡ ήταν το ελληνικό βήμα σε μια κοινή πορεία των περισσότερων ευρωκομμουνιστικών κομμάτων προς την αποκομμουνιστικοποίηση. Κατέστησε όμως δυνατή και τη σύγκλιση με το ΚΚΕ, που το 1989 αποτυπωνόταν στο Κοινό Πόρισμα των δύο κομμάτων, προοίμιο του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου. Η ΕΑΡ ήταν προγραμματικά η μεγάλη κερδισμένη: αναγνωρίζονταν ως «επαναστατικές» οι αλλαγές στην ΕΣΣΔ, όπως επίσης η ανανεωτική δυναμική των νέων κοινωνικών κινημάτων, ο προγραμματισμός της οικονομίας συνυπήρχε με την αγορά, ο κρατισμός εξοστρακιζόταν, η Ευρώπη αναγορευόταν σε «κοινό σπίτι των λαών». Ωστόσο, η συμμετοχή σε κυβερνητικά σχήματα εν μέσω θεσμικής κρίσης και η αποτυχία της Περεστρόικα οδήγησαν τελικά στο «ξήλωμα» του ΣΥΝ, στον οποίο όμως παρέμειναν πολλά και κυρίως νεότερα στελέχη της ανανεωτικής τάσης του ΚΚΕ.
Η έκκεντρη θέση του ΚΚΕ εσωτερικού στην ελληνική Μεταπολίτευση προέκυπτε από ορισμένες ιδεολογικές καινοτομίες, που συνδέονταν με τις συνθήκες γένεσής του αλλά και την προσχώρησή του στο διεθνές ευρωκομμουνιστικό ρεύμα. Καθοριστικός ήταν καταρχήν ο απογαλακτισμός από την ΕΣΣΔ, η άρνηση του σοβιετικού παρεμβατισμού (από την Τσεχοσλοβακία μέχρι το Αφγανιστάν και την Πολωνία το 1979-1980), η καταδίκη των διώξεων αντιφρονούντων – παρότι η κριτική στάση φρόντιζε συνήθως να μην περνάει στην όχθη του «αντισοβιετισμού».
Η απομάκρυνση από το σοβιετικό παράδειγμα σήμαινε, αντίστροφα, ότι η κομμουνιστική ανανέωση επαναξιοδοτούσε τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τον κοινοβουλευτισμό και τον πολιτικό πλουραλισμό, ανάγοντας τη διεύρυνση των «αστικών» δικαιωμάτων και ελευθεριών σε βασικό στοιχείο της φυσιογνωμίας της. Μάλιστα, ήδη από το «αντισχέδιο Συντάγματος» που παρουσίαζε το 1975, προωθούσε πρωτοποριακές προτάσεις για έναν προοδευτικό θεσμικό εκσυγχρονισμό, πολλές εκ των οποίων προέρχονταν από τη ριζοσπαστική δυναμική του 1968: δημοκρατικός έλεγχος στα ΜΜΕ, αγώγιμο δικαίωμα στην εργασία και στην κοινωνική ασφάλιση, στην περίθαλψη και στον χρόνο αναψυχής, αναγνώριση της μητρότητας, πλήρης εξίσωση ανδρών και γυναικών, αλλά και κατοχύρωση Β΄ βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης, αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ, διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Βουλής σε βάρος του ΠτΔ. Συνεχίζοντας αυτή την παράδοση, η ΕΑΡ προωθούσε νέα πεδία δικαιωμάτων, όπως ο πλουραλισμός στα ΜΜΕ, ο χωρισμός κράτους-Εκκλησίας, η καθιέρωση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Η εικόνα ήταν πιο αμφίθυμη στο πεδίο της εσωκομματικής δημοκρατίας. Παρότι το 1ο συνέδριο του 1976 εισήγαγε ελευθερία γνώμης για τα μέλη και τις μειοψηφίες, ωστόσο διατηρούσε τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και την απαγόρευση ομάδων/φραξιών. Θα έπρεπε να σχηματιστεί πια η ΕΑΡ για να επιτραπούν οι εσωκομματικές τάσεις.
Πλάι στον πολιτικό πλουραλισμό βρισκόταν ο κοινωνικός και ιδεολογικός. Η ανανεωτική Αριστερά επιχειρούσε μια υπέρβαση του ταξικού αναγωγισμού με τον μετασχηματισμό του κόμματος σε εκφραστή ενός αστερισμού πολιτικών υποκειμένων, όπου θα έβρισκαν τη θέση τους τα νέα κινηματικά ρεπερτόρια, η κοινωνία πολιτών, ο εκδημοκρατισμός της κομματικής ζωής και ένταξης. Η δε κομματική νεολαία (ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος) αποτέλεσε διαχρονικά εργαστήρι διαμόρφωσης μιας νεανικής κομμουνιστικής ταυτότητας που ενσωμάτωνε σύγχρονα, δυτικά πολιτισμικά ρεύματα και μια ισχυρή μετα-υλιστική ατζέντα (φεμινισμός, οικολογία, δικαιώματα). Ο πλουραλισμός ήταν και θεωρητικός. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις του Δυτικού Μαρξισμού και τις επεξεργασίες των αδελφών ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης, ιδίως του ιταλικού PCI, η ανανεωτική Αριστερά προσπάθησε να απεκδυθεί τον δογματισμό και τη θεωρητική ένδεια και να διαμορφώσει έναν «δικό της», ανανεωτικό μαρξισμό. Σε αυτό συνέβαλλαν όχι μόνο κομματικοί φορείς, όπως το Κέντρο Μαρξιστικών Σπουδών, αλλά και ένα πλήθος πόλων σκέψης, αυτόνομων από το κόμμα αλλά σε συνομιλία με αυτό, όπως τα Σύγχρονα Θέματα, το Αντί, οι Θέσεις, ο Πολίτης.
Μείζον και ειδοποιό χαρακτηριστικό του χώρου αυτού υπήρξε, τέλος, ο ευρωπαϊσμός. Η καταλυτική στροφή συνέβη επί δικτατορίας, όταν η σοβιετική στάση αδιατάρακτης συνέχειας των σχέσεων με το καθεστώς βρέθηκε σε πλήρη αντίθεση με το πάγωμα της συμφωνίας σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ. Στη Διακήρυξη του 1ου Συνεδρίου του, σε συνθήκες δημοκρατίας πια, το ΚΚΕ εσωτερικού αναγνώριζε την Ευρώπη ως εχέγγυο δημοκρατίας αλλά και ως νέο «πεδίο ταξικής πάλης». Η συμμετοχή στην ΕΟΚ αποτελούσε κάθετη διαιρετική γραμμή στο ελληνικό μεταπολιτευτικό σύστημα, όπου το ΚΚΕ εσωτερικού τοποθετούνταν, ως ανορθογραφία της ελληνικής Αριστεράς, υπέρ της ένταξης. Έφτασε μάλιστα να τάσσεται υπέρ της εμβάθυνσης του ευρωπαϊκού σχεδίου σε ομοσπονδιακή κατεύθυνση, στον τόνο που έδιναν οι ιταλοί ευρωκομμουνιστές.