Η Μεταπολίτευση αποτελεί μία περίοδο έντονων αλλαγών και μετατοπίσεων στο περιεχόμενο και το αποτύπωμα της Εργασίας ως κοινωνικής σχέσης, αλλά και των εργασιακών σχέσεων ειδικότερα. Ταυτόχρονα βέβαια, εν μέρει και εξαιτίας των αλλαγών αυτών, είναι σε κάποιες περιπτώσεις εξαιρετικά δύσκολο να εξετάσει κανείς την περίοδο 1974-1990 ως μία ενιαία και αδιαφοροποίητη περίοδο. Στην περίπτωση των επίσημων στατιστικών ερευνών και πορισμάτων (ΕΣΥΕ, ΟΑΕΔ κ.λπ.), το πρόβλημα αυτό λαμβάνει και κρίσιμο μεθοδολογικό χαρακτήρα: αφενός υπάρχει μία πανθομολογούμενη δυσπιστία απέναντι στην εγκυρότητα των ερευνών αυτών συνολικότερα και διαχρονικά, γεγονός το οποίο δίνει διαρκώς πάτημα σε πολιτικές αντιπαραθέσεις γύρω από αυτά τα ζητήματα. Από την άλλη, το γεγονός ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 αλλάζουν και οι μέθοδοι έρευνας με σκοπό την ευθυγράμμιση των ελληνικών υπηρεσιών με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, καθιστά ακόμα πιο επίφοβη την εξαγωγή ασφαλών και αδιαμφισβήτητων συμπερασμάτων για την Ελλάδα, αλλά και την σύγκρισή της με τις ευρωπαϊκές χώρες (1). Έχοντας αυτά ως δεδομένα, μπορούμε, με την απαραίτητη πάντα επιφύλαξη, να δούμε συνοπτικά μερικά από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά αναφορικά με την Εργασία στην Ελλάδα κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1970.
Αρχικά, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι πηγές από τις οποίες συγκεντρώνεται ο όγκος του υλικού είναι, κατά κύριο λόγο, οι «Απογραφές πληθυσμού» και οι «Έρευνες Εργατικού Δυναμικού» της ΕΣΥΕ και ο ΟΑΕΔ (2). Οι δύο αυτοί οργανισμοί δεν χρησιμοποιούν πάντα τα ίδια κριτήρια στις έρευνές τους, ενώ πολλοί θεωρούν ως πιο αξιόπιστες αυτές της ΕΣΥΕ.
Σύμφωνα με την επικρατούσα μεθοδολογία, αρχικά μετριέται ο συνολικός πληθυσμός και από αυτόν προκύπτει ο λεγόμενος Οικονομικά Ενεργός Πληθυσμός-ΟΕΠ (άνδρες και γυναίκες ηλικίας από 10 ως 65 χρονών). Σε άλλες έρευνες χρησιμοποιείται ο όρος «εργατικό δυναμικό», που είναι παραπλήσιος, αλλά δεν ταυτίζεται, με τον «οικονομικά ενεργό πληθυσμό» (3) .
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι, τουλάχιστον για την περίοδο αυτή, οι ορισμοί των εννοιών διαφέρουν μεταξύ των πηγών, των χωρών αλλά και των υπηρεσιών της ίδιας χώρας επιβάλλει την ανάγκη τα σχετικά στοιχεία να χρησιμοποιούνται και να παρουσιάζονται με μέγιστη προσοχή και επιφύλαξη.
Η θεμελιώδης εξέλιξη μεταπολεμικά στην Ελλάδα είναι αναμφίβολα η αστικοποίηση. Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η ραγδαία μείωση του αγροτικού τομέα της οικονομίας και αντίστοιχα της απασχόλησης σε αυτόν (4). Η αγροτική έξοδος οδηγεί σε μια «ιστορικού» χαρακτήρα εξέλιξη. Για πρώτη φορά ο αστικός πληθυσμός ως αναλογία επί του συνολικού ξεπερνά τον αγροτικό το 1971. Το 1981 ο πληθυσμός της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης μαζί αντιπροσώπευαν σχεδόν το 50% του συνολικού πληθυσμού της χώρας (5). Η μείωση της αγροτικής απασχόλησης αποτελεί μια σταθερά που συνεχίζεται και σε όλη τη δεκαετία του ’80 (6) .
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το ποσοστό του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού-ΟΕΠ επί του συνολικού πληθυσμού μειώθηκε από 43,4% τη δεκαετία ’60 σε 37,5% τη δεκαετία του ’70, σημειώνοντας σε απόλυτους αριθμούς μια μείωση κοντά στο 10% (7). Η τάση αυτή αντιστράφηκε τη δεκαετία του ’80 και επανήλθε στα επίπεδα του 1961 (8). Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα ποσοστό του ΟΕΠ κυμάνθηκε γύρω στο 35% την περίοδο 1973-1983, ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ήταν άνω του 45% (9). Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως από επιμέρους διαφορές υπολογισμών, φαίνεται ότι μεταξύ της δεκαετίας ’60 και ’80 πράγματι επιδεινώθηκε η αναλογία στη σχέση εργατικού δυναμικού και συνολικού πληθυσμού (10).
Βασικό χαρακτηριστικό σε σχέση με τον ΟΕΠ είναι ότι η μισθωτή εργασία καταλαμβάνει ένα μικρό ποσοστό, που δεν ξεπερνάει το 50% κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Για να έχουμε μία συγκριτική εικόνα, το αντίστοιχο ποσοστό στις δυτικές οικονομίες κατά την ίδια περίοδο κυμαίνεται σταθερά σε πάνω από 70% και στις χώρες του ΟΟΣΑ μεταξύ 80-90% (11) . Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα η αγροτική απασχόληση συνέχισε την πτώση της, ενώ η κατηγορία «εργοδότες-αυτοαπασχολούμενοι» διατήρησε τα ίδια επίπεδα (12).
Αντίστοιχα χαμηλή εμφανίζεται η συμμετοχή της μισθωτής εργασίας ανά οικονομικό τομέα, με τα ποσοστά των μισθωτών στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα να είναι 71% και 64% αντίστοιχα, αρκετά χαμηλότερα από τις χώρες της ΕΟΚ (13).
Το φαινόμενο αυτό αναδεικνύεται συχνά ως το κύριο χαρακτηριστικό της δομής της απασχόλησης στην Ελλάδα, και έχει έναν διαχρονικό μεταπολεμικά χαρακτήρα. Το γεγονός ότι η διάρθρωση της απασχόλησης δεν μεταβάλλεται ιδιαίτερα χαρακτηρίζεται ως «μοναδικό φαινόμενο» (14). Η ελληνική μάλιστα αυτή «ιδιοτυπία», ότι δηλαδή πάνω από τους μισούς βρίσκονται εκτός μισθωτής εργασίας, διατηρείται ακόμα και αν συγκριθεί η ελληνική περίπτωση με «όμοιες» χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Τουρκία) (15). Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, παρά την ταχεία αστικοποίηση και την αγροτική έξοδο, η απασχόληση δεν κυριαρχήθηκε από τη μισθωτή εργασία, όπως έγινε στις άλλες δυτικές χώρες, δηλαδή δεν είχαμε μαζικά φαινόμενα προλεταριοποίησης, αλλά αντιθέτως ο «μικροαστικός» χαρακτήρας (αυτοαπασχόληση, μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις) επέδειξε ισχυρή τάση επιβίωσης και αναπαραγωγής.
Η μισθωτή απασχόληση έχει όμως και άλλα χαρακτηριστικά. Το κράτος κατέχει έναν ολοένα και αυξανόμενο εργοδοτικό ρόλο, φαινόμενο που αυξήθηκε ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1980: με βάση στοιχεία της ΕΣΥΕ φαίνεται μια σημαντική αύξηση διαχρονικά του ποσοστού των μισθωτών που απασχολούνται στο δημόσιο τομέα, από 17% το 1971, σε 27% το 1981 και ακόμα περισσότερο σε 32% στα μέσα της δεκαετίας (1984) (16). Από τους απασχολούμενους στο δημόσιο, ένα ποσοστό 65% περίπου αφορούσε το στενό δημόσιο τομέα (υπουργεία, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ) και το υπόλοιπο ΔΕΚΟ και κρατικές τράπεζες (17). Το κατά πόσο βέβαια αυτό το φαινόμενο αποτέλεσε μία ακόμα «ελληνική ιδιοτυπία» ή αντιθέτως έδειχνε μία τάση σύγκλισης με αντίστοιχα ποσοστά των ανεπτυγμένων-ευρωπαϊκών οικονομιών, αποτέλεσε (και αποτελεί) θέμα πολιτικής διαμάχης.
Την ίδια περίοδο παρατηρείται και μια άλλη εξέλιξη: η σημαντική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τις Απογραφές Πληθυσμού της ΕΣΥΕ, το ποσοστό των γυναικών στο συνολικό εργατικό δυναμικό αυξάνεται από 27% περίπου το 1971 σε 31% περίπου το 1981 και φαίνεται να σταθεροποιείται κατά τη δεκαετία του ’80 γύρω στο 34-36%.
Η εικόνα που έχει διαμορφωθεί αναφορικά με τη διάρθρωση της απασχόλησης (που βασίζεται στην εξής τυπολογία: μισθωτοί, εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, συμβοηθούντα-μη αμειβόμενα μέλη οικογένειας) στις αρχές της δεκαετίας του ’80 διαφέρει σε κάποιο βαθμό ανάλογα με την υπηρεσία που τη μετρά. Ωστόσο, φαίνεται ότι η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τη μείωση του ποσοστού των εργοδοτών, τη διατήρηση της αυτοαπασχόλησης και την αύξηση του ποσοστού των μισθωτών (18). Είναι σχεδόν βέβαιο ότι μεγάλο μέρος από αυτήν την αύξηση προέρχεται από την «αγροτική έξοδο».
Η υπό εξέταση περίοδος όμως χαρακτηρίζεται και από σημαντικές διαφοροποιήσεις στην κατανομή της απασχόλησης ανά οικονομικό τομέα/κλάδο. Πέραν του αγροτικού, η μείωση του οποίου χαρακτηρίζεται ως «φυσιολογική» (53,8% το 1961, 40,5% το 1971, 30,7% το 1981, 28,9% το 1985), ο δευτερογενής εμφανίζει σημάδια στασιμότητας/ελαφράς μείωσης και ο τριτογενής μια διαχρονικά αυξητική πορεία. Στο δευτερογενή τομέα, η απασχόληση από 19% της συνολικής το 1961 φτάνει στο 29% το 1981, αλλά το 1985 έχει υποχωρήσει στο 27.4%. Η απασχόληση στον τριτογενή εμφανίζει μια αλματώδη αύξηση: 27,2% το 1961, 33,9% το 1971, 40,3% το 1981 και 43,7% το 1985 (19).
Ιδιαίτερα η απασχόληση στη μεταποίηση κατά τη δεκαετία του ’80 δείχνει να καθηλώνεται στα ίδια επίπεδα, συγκριτικά με το παρελθόν. Το γεγονός αυτό συσχετίζεται αναμφίβολα με την αντίστοιχη στασιμότητα στη βιομηχανική παραγωγή και την προϊούσα αποβιομηχάνιση από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και εξής.
Το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα κατανέμεται τελείως ανισομερώς μεταξύ των τριών τομέων της παραγωγής (υπερεκπροσώπηση στον τριτογενή, πολύ χαμηλή και σχεδόν ίση μεταξύ τους σε πρωτογενή-δευτερογενή). Από κάποιους ερευνητές, το γεγονός ότι η αύξηση της απασχόλησης οφείλεται στον τριτογενή τομέα χαρακτηρίζεται ως ένα στοιχείο σύγκλισης με τις χώρες του ΟΟΣΑ (20). Σε κάθε περίπτωση, όσο οδεύουμε προς τη δεκαετία του 1990 η λεγόμενη «τριτογενοποίηση» της οικονομίας αποκτά όλο και πιο κυρίαρχο χαρακτήρα.
Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η δεκαετία του ’80 είναι μία περίοδος που αρχίζουν να αναδύονται και οι λεγόμενες «νέες μορφές απασχόλησης», δηλαδή όσες βρίσκονταν έξω από το «παραδοσιακό» πλαίσιο της πλήρους, μόνιμης απασχόλησης («σύμβαση αορίστου χρόνου»), της επίσημης αγοράς εργασίας: π.χ. η μερική και η προσωρινή απασχόληση («σύμβαση ορισμένου χρόνου», «σύμβαση έργου»). Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η μερική απασχόληση δεν ήταν νομικά αναγνωρισμένη μέχρι το 1990. Η στατιστική της καταγραφή σε όλη την περίοδο διατηρούσε σχετικά χαμηλά ποσοστά (γύρω στο 5% του εργατικού δυναμικού, με το 70% αυτού να είναι γυναίκες), αλλά ενδεχομένως αυτό θα πρέπει να συσχετιστεί με το γεγονός ότι αποτελούσε μια παράνομη στην ουσία πρακτική, πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι να μη δηλώνεται. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα 1985 το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΟΚ ήταν πάνω από 13%.
Σε αντίθεση με την περίπτωση της μερικής απασχόλησης, η προσωρινή απασχόληση αποτυπώνεται με πιο ευδιάκριτο τρόπο και φαίνεται να αφορά ένα σημαντικό τμήμα της μισθωτής εργασίας και της απασχόλησης ευρύτερα. Για το 1985, σύμφωνα με την ΕΣΥΕ σχεδόν το 10,5% του εργατικού δυναμικού είχε προσωρινή απασχόληση, δηλαδή συμβάσεις ορισμένου χρόνου (21). Ειδικά σε ό,τι αφορά τη μισθωτή εργασία, το ποσοστό σχεδόν διπλασιαζόταν, φτάνοντας το 21,2%. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 το ποσοστό των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου έδειχνε να έχει αυξηθεί: σύμφωνα με μια έρευνα του ΕΚΑ (με δείγμα 2.000 εργαζομένων) το 1989, το 12% των εργαζομένων είχε συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Χωρίς αμφιβολία, μεγάλο μέρος της προσωρινής απασχόλησης πιστωνόταν στις εργασιακές πρακτικές που είχαν αρχίσει να επικρατούν μετά τη μεταπολίτευση στο δημόσιο τομέα (22).
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 η πραγματικότητα των «νέων», ευέλικτων εργασιακών σχέσεων άρχισε να συζητείται ευρύτατα δημοσίως. Η συζήτηση αυτή απηχούσε μια ευρύτερη εντύπωση ότι πλησίαζε το τέλος του μεταπολεμικού αναπτυξιακού μοντέλου σε όλη την Ευρώπη, γεγονός που μεταφραζόταν και σε μια φιλολογία περί «τέλους της πλήρους απασχόλησης». Η όλη συζήτηση εξαρχής συνδέθηκε και με το φαινόμενο της ανεργίας, ο προβληματισμός για την οποία αρχίζει να φουντώνει ήδη από το 1979. Έτσι, το πρόβλημα της ανεργίας αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του στη δημόσια συζήτηση ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το σημείο καμπής είναι το 1979, καθώς από εκείνο το έτος καταγράφεται μία μείωση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης.
Παρά τα μεθοδολογικά και όχι μόνο προβλήματα των ερευνών, φαίνεται ότι μεταξύ της δεκαετίας του ’70 και του ’80 τα ποσοστά ανεργίας πολλαπλασιάζονται. Ειδικά μετά το 1981, η αύξηση που καταγράφεται είναι σημαντική (23). Ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό αναδεικνύεται η ανεργία των νέων και των γυναικών, φαινόμενο που αντιστοιχεί και σε ευρωπαϊκές τάσεις. Μία ακόμα αρνητική εξέλιξη καταγράφεται και στη διάρκεια της ανεργίας, καθώς αυξάνονται οι άνεργοι μακράς διάρκειας. Ωστόσο, και αυτό το φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί σε όλες τις δυτικές οικονομίες στη δεκαετία του 1980.
Σε κάθε περίπτωση, τα συνολικά ποσοστά είναι δύσκολο να εκτιμηθούν με ακρίβεια. Σύμφωνα, λ.χ., με τον ΟΟΣΑ, τα επίσημα ποσοστά της ανεργίας εκτινάσσονται από το 2-2,5% της δεκαετίας του ’70 σε περίπου 8% στα μέσα της επόμενης, όπου και σταθεροποιείται. Οι αιτίες για την εκτίναξη υπήρξαν αντικείμενο διαφορετικών εκτιμήσεων, κατά βάση πολιτικών και ιδεολογικών.
(1) Το 1982 οι στατιστικές υπηρεσίες της ΕΟΚ προσπάθησαν να ενοποιήσουν τις σχετικές στατιστικές απεικονίσεις υιοθετώντας τους ορισμούς του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για τις έννοιες «εργατικό δυναμικό», «απασχολούμενοι» και «άνεργοι», σε μια προσπάθεια να γίνονται οι έρευνες με βάση ορισμούς κοινής αποδοχής, ούτως ώστε να έχει κάποιο νόημα οι συγκρίσεις μεταξύ των χωρών. Στη συγκυρία αυτή άλλαξε και ο τρόπος υπολογισμών της ΕΣΥΕ. (2) Και δευτερευόντως διεθνείς υπηρεσίες και οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ και η Eurostat. (3) Ωστόσο, στις διεθνείς στατιστικές (π.χ. ΟΟΣΑ) ο «οικονομικά ενεργός πληθυσμός» («working population») ταυτίζεται με το «εργατικό δυναμικό» («labour force»). (4) Σύμφωνα με την απογραφή του 1981, η απασχόληση στον αγροτικό τομέα βρισκόταν στο 27% περίπου της συνολικής, ενώ κατά την απογραφή του 1971 ήταν στο 40% περίπου. (5) Βλ. ΚΜΕ, Ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1991, σ. 143-144. (6) Βλ. OECD, Economic Survey of Greece, 1989/1990, σ. 23. (7) Βλ. Θ. Θεοδώρου, «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα» [μέρος Β], Εργασία, τχ. 2, 14/12/1984, σ. 17. (8) Βλ. ό.π. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η άνοδος της εργατικής δύναμης που παρατηρείται από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 οφείλεται στη μείωση της εξωτερικής μετανάστευσης, βλ. OECD, Economic Survey of Greece, 1981/1982, σ. 10-12. (9) Βλ. Κ. Τσουκαλάς, «Η δομή της απασχόλησης και το μικρομεσαίο θαύμα», Αντι, τχ. 260, 11/5/1984, σ. 22. (10) Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ το ποσοστό του εργατικού δυναμικού στο σύνολο του πληθυσμού μειώνεται από 43,4% το 1961 σε 39% το 1986, βλ. σχετικό πίνακα 1, Κ. Κιουλάφας-Λ. Ζάραγκας, Ευρωπαϊκή ενοποίηση και αγορά εργασίας, σελ. 249 και σχετικό πίνακα 1, ΚΜΕ, Ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα, σελ. 142. (11) Βλ. Θ. Θεοδώρου, «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα» [μέρος Β], σ. 17-19. (12) Βλ. Σ. Θεοδωρόπουλος, «Η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο αλα ελληνικά», Οικονομικός Ταχυδρόμος, τχ. 27, 7/7/1988, σ. 24-25. (13) Τα στοιχεία αφορούν το 1986-1987, βλ. σχετικούς πίνακες 9 και 10, ΚΜΕ, Ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα, σ. 154-155. (14) Βλ. Κ. Τσουκαλάς, «Η δομή της απασχόλησης και το μικρομεσαίο θαύμα», σ. 22. Βλ. επίσης Θ. Θεοδώρου, «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα» [μέρος Β], σ. 17-19. (15) Βλ. σχετικό πίνακα 3, Κ. Τσουκαλάς, «Η δομή της απασχόλησης και το μικρομεσαίο θαύμα», σ. 21. Στοιχεία ΟΟΣΑ. (16) Βλ. Π. Παπαδόπουλος, «Μερικές νέες εξελίξεις στη σύνθεση της ελληνικής εργατικής τάξης», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τχ. 12, Δεκέμβρης 1986, σ. 27. (17) Βλ. Σ. Μαγκλιβέρας, Ο κρατικός τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα και η κρίση, σ. 211-212. (18) Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι οι αυτοαπασχολούμενοι αποτελούν το 1/3 του συνολικού μη αγροτικού εργατικού δυναμικού και αποδίδει την άνοδο της αυτοαπασχόλησης στην εξάπλωση του τουρισμού και του τομέα των υπηρεσιών, βλ. OECD, Ecomonic Survey of Greece, 1979, σ. 12-13. (19) Στοιχεία ΕΣΥΕ, βλ. σχετικό πίνακα 7, Κ. Κιουλάφας-Λ. Ζάραγκας, Ευρωπαϊκή ενοποίηση και αγορά εργασίας, σ. 251. Ο ΟΟΣΑ αναφέρεται σε «ραγδαία» αύξηση της απασχόλησης στις υπηρεσίες και την αποδίδει στο δημόσιο τομέα και τις τράπεζες, βλ. OECD, Economic Survey of Greece, 1985/1986, σ. 111-12. (20) Βλ. ΚΕΠΕ, Απασχόληση-Ανεργία, σ. 33-34. (21) Βλ. σχετικό πίνακα 6, Λ. Σμαΐλης, «Σύνδεση αμοιβής με παραγωγικότητα ζητά η πλειοψηφία των εργαζομένων», σ. 83. (22) Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, μετά το 1975 αυξάνονταν ραγδαία σε ετήσια βάση οι δημόσιοι υπάλληλοι χωρίς μονιμότητα, καταλαμβάνοντας ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολικότερη αύξηση της δημόσιας απασχόλησης, βλ. OECD, Economic Survey of Greece, 1981/1982, σ. 43. (23) Κρίνεται σκόπιμο να επαναληφθεί η επισήμανση ότι μετά το 1981 οι έρευνες εργατικού δυναμικού περιλαμβάνουν και τον αγροτικό χώρο-πληθυσμό. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι από το 1979 παρουσιάζεται σημαντική αύξηση στην ανεργία, σχολιάζοντας παράλληλα ότι υφίσταται δυσκολία στον ακριβή υπολογισμό της, βλ. OECD, Economic Survey of Greece, 1981/1982, σ. 19-20.
Η πτώση της Δικτατορίας και η μετάβαση σε ένα δημοκρατικό καθεστώς πραγματοποιήθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και λειτούργησε προωθητικά και για το εργατικό κίνημα. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή δεν ακολούθησε μία γραμμική πορεία προς τον «εκδημοκρατισμό». Η περίοδος 1974-1981 αποτελεί μια φάση έντονων εσωτερικών συγκρούσεων και ανακατατάξεων στο συνδικαλιστικό κίνημα. Κατ’ αρχάς, αυτό εξακολουθεί να είναι βαθιά διχασμένο, αφού το επίσημο («θεσμικό») συνδικαλιστικό κίνημα (ΓΣΕΕ, Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα) διαχωρίζεται από ένα αξιόλογο και ιδιαίτερα μαχητικό κομμάτι οργανωμένων ή μη εργατοϋπαλλήλων που είτε δεν εκφράζονταν από τους επίσημα αναγνωρισμένους θεσμούς εκπροσώπησης είτε βρίσκονταν εκτός αυτών παρά τη θέλησή τους.
Καθώς τα πρώτα χρόνια από την πτώση της Δικτατορίας εγκαινιάζουν μια νέα εποχή έντονης πολιτικοποίησης και ταξικών εργατικών αγώνων, η εμφάνιση μιας νέας σε ηλικία, μαχητικής και χωρίς προηγούμενη συνδικαλιστική εμπειρία βιομηχανικής εργατικής τάξης λειτούργησε σαφώς απελευθερωτικά μέσα σε ένα περιβάλλον διάχυτης ριζοσπαστικοποίησης πολλών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας (φοιτητές, εργάτες κ.λπ.), δημιουργώντας νέα δεδομένα. Όσον αφορά το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα, η διαδικασία «εκκαθάρισής» του από τα πρόσωπα και τις πρακτικές που είχαν ταυτιστεί με τη δικτατορία έγινε με πολύ προσεκτικές, αλλά και αμφιλεγόμενες, κινήσεις. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε άμεσα σε κάποιες αλλαγές με στόχο τον έλεγχο της κορυφής του συνδικαλιστικού κινήματος (διοικήσεις ΓΣΕΕ, Εργατικών κέντρων, Ομοσπονδιών).
Σε νομοθετικό επίπεδο, η κατοχύρωση θεμελιωδών εργασιακών, συνδικαλιστικών και απεργιακών δικαιωμάτων που έγινε από το νέο Σύνταγμα του 1975 συμπληρώθηκε και εξειδικεύτηκε με μια σειρά νομοθετημάτων που στόχο είχαν τη λεγόμενη «αποχουντοποίηση», μέσω των οποίων επιχειρήθηκε η «δημοκρατική αποκατάσταση» όσον αφορά τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, τις αρχαιρεσίες και την επαναλειτουργία σωματείων που είχαν διαλυθεί επί δικτατορίας, με το διορισμό νέων διοικήσεων κ.λπ.
Με το νομοθετικό διάταγμα 42/74 καταργείται η εργατική νομοθεσία της περιόδου 1967-1974. Έτσι, παύθηκαν οι διοικήσεις των ανώτερων οργανώσεων (Ε.Κ., Ομοσπονδίες) και της ΓΣΕΕ (αλλά εξαιρέθηκαν οι διοικήσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων) και το Σεπτέμβριο του 1974 αναλαμβάνει σε αυτήν η νέα προσωρινή διοίκηση (24) . Με τον ν. 6/75 που ακολούθησε ακυρώθηκαν οι διοικήσεις στα πρωτοβάθμια σωματεία που είχαν εκλεγεί κατά την περίοδο της δικτατορίας και προβλεπόταν η διαδικασία των αρχαιρεσιών στα συνδικάτα όλων των βαθμίδων.
Οι ενέργειες αυτές συνάντησαν ευρύτατες αντιδράσεις από την αριστερά και τις αποκλεισμένες/διαγραμμένες μέχρι τότε οργανώσεις/σωματεία, με αιτιάσεις ότι δεν κάλυπταν το σύνολο των οργανώσεων, δεν επέβαλλαν την τροποποίηση των (εμφυλιοπολεμικών ή χουντικών) καταστατικών και δεν οδήγησαν στην επανεγγραφή τους στη δύναμη των δευτεροβάθμιων οργανώσεων.
Σε όλη αυτήν την περίοδο το αίτημα της επαναλειτουργίας/επανεγγραφής των σωματείων πλαισιώθηκε από ενέργειες όπως ο συντονισμός και κοινή δράση των οργανώσεων, οι ανοιχτές συγκεντρώσεις, η υποβολή αιτημάτων και υπομνημάτων σε πολιτικούς, κυβερνητικούς και συνδικαλιστικούς φορείς, η αρθρογραφία κ.ά. (25) Πλήθος σωματείων είχαν αρχίσει να επανασυστήνονται, να εγγράφουν νέα μέλη και να αιτούνται την επανεγγραφή τους στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις.(26)
Στο ζήτημα αυτό, η σχετική νομοθετική ρύθμιση που τελικά ήλθε τον Ιούλιο του 1975 (ν. 89/1975) προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την επαναφορά της ιδιότητας του νομικού προσώπου στα σωματεία που είχε διαλύσει η χούντα, ρύθμιζε το θέμα της επιστροφής κινητής και ακίνητης περιουσίας και αρχείων, καθόριζε τα σχετικά με τον διορισμό προσωρινών διοικήσεων και τις προθεσμίες για αρχαιρεσίες.Από την άλλη, η δομή κρατικής χρηματοδότησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν άλλαξε ουσιαστικά, πέρα από κάποιες τροποποιήσεις εξωραϊστικού τύπου με τον ν. 678/77.
Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η κατάσταση στο επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα δεν είχε αλλάξει και πολύ σε σχέση με το παρελθόν: κρατικός έλεγχος της ΓΣΕΕ, οικονομική εξάρτηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων από το υπουργείο Εργασίας, έλλειψη μαζικότητας-αντιπροσωπευτικότητας και πολυδιάσπαση των εργατικών σωματείων. Οι «εκτός των τειχών» συνδικαλιστικές δυνάμεις (ΕΣΑΚ, ΑΕΜ, ΠΑΣΚΕ) λειτουργούσαν σε όλη αυτήν την περίοδο από κοινού και σε συντονισμό άτυπα ως «δημοκρατική αντιπολίτευση», πιέζοντας σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο για αλλαγές προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης και διεύρυνσης του λεγόμενου «εκδημοκρατισμού».
Παράλληλα με αυτού του είδους τους αγώνες, την ίδια περίοδο έχουμε και την εμφάνιση ενός νέου τύπου συνδικαλισμού, του εργοστασιακού ή επιχειρησιακού συνδικαλισμού, ο οποίος αρχίζει συγκροτείται ως κίνημα ήδη από την επαύριο της πτώσης της δικτατορίας. Μέσω αυτού εκφράζεται κατά κύριο λόγο ένα –νεοπαγές σε μεγάλο βαθμό– βιομηχανικό προλεταριάτο, αποτέλεσμα της ανάπτυξης της βιομηχανίας κατά τις προηγούμενες δεκαετίες (27). Πρόκειται για ένα «νέο» προλεταριάτο, όχι μόνο ηλικιακά, αλλά και με την έννοια ότι περιλαμβάνει μάζες που για πρώτη φορά απασχολούνται στα κάθε είδους εργοστάσια (πρώην αγρότες, νεαρές γυναίκες, φοιτητές κ.λπ.).
Βασικός φορέας του εργοστασιακού συνδικαλισμού υπήρξε το εργοστασιακό/επιχειρησιακό σωματείο ή επιτροπή. Πρόκειται για ένα μοντέλο που διαμορφώνεται και διεκδικεί ρόλο για πρώτη φορά αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, καθώς το εργοστασιακό σωματείο σήμαινε την ένωση των εργαζομένων στο χώρο δουλειάς, δίχως εσωτερικές διαφοροποιήσεις (δηλαδή ανεξαρτήτως πόστου, ειδικότητας κ.λπ.), ερχόμενο έτσι σε ρήξη με το παραδοσιακό/συμβατικό μοντέλο της ομοιοεπαγγελματικής/κλαδικής οργάνωσης.
Η νέα μορφή οργάνωσης εξαπλώθηκε ταχύτατα με αποτέλεσμα τα εργοστασιακά σωματεία/επιτροπές να πρωτοστατήσουν την περίοδο 1975-1978 στο φαινόμενο των «άγριων απεργιών», ενώ στην περίοδο της ακμής του (1974-1979) το κίνημα αυτό υπολογίζεται ότι οδήγησε 97 εργοστάσια σε 132 απεργίες, πολλές από τις οποίες ξεπερνούσαν τις 3 βδομάδες σε διάρκεια.
Ταυτόχρονα, βέβαια, με τη μαχητικότητά του προκάλεσε και τη βίαιη αντίδραση κράτους και εργοδοτών. Η ψήφιση ενός νέου νόμου το 1976 για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (ν. 330/76 «περί επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων και διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας»), στόχευε ξεκάθαρα στην ποινικοποίηση, αποδυνάμωση και καταστολή ιδιαίτερα του κινήματος αυτού. Σύμφωνα με τον ν. 330/76, η κήρυξη απεργίας επιτρεπόταν μόνο από τα νόμιμα συστημένα σωματεία, απαγορεύτηκε η λεγόμενη «αδέσποτη» απεργία, απαγορεύτηκε η «πολιτική απεργία» και η «απεργία αλληλεγγύης», προστατεύθηκε το απεργοσπαστικό δικαίωμα και θεσπίστηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα ανταπεργίας των εργοδοτών (lock-out), ενώ αντιμετωπίστηκε ως ποινικό αδίκημα η κατάληψη των χώρων εργασίας κατά τη διάρκεια απεργίας.
Ο νόμος αυτός αντιμετώπισε την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης, με απεργίες, ογκώδεις πορείες διαμαρτυρίας και συγκρούσεις με την αστυνομία.
Τα αποτελέσματα της εφαρμογής του ν. 330/76 επέφεραν τελικά σημαντικό πλήγμα στον συνδικαλισμό των εργοστασιακών σωματείων, μέσα από ένα κύμα απολύσεων που ακολούθησε την ψήφισή του (28).
Από την πλευρά τους, τα σωματεία επιχείρησαν να αμυνθούν μέσω της συσπείρωσης και της οργανωτικής τους αναβάθμισης: Το 1979 έξι εργοστασιακά σωματεία(29) ιδρύουν την Ομοσπονδία Βιομηχανικών και Εργατοϋπαλληλικών Σωματείων (Ο.Β.Ε.Σ.). Η λειτουργία της ΟΒΕΣ θα συσπειρώσει το επόμενο διάστημα κι άλλα βιομηχανικά σωματεία και στο απόγειο της επιρροής της (στα μέσα της δεκαετίας του 1980) θα έχει εγγράψει στη δύναμή της πάνω από 160 σωματεία.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι ο εργοστασιακός συνδικαλισμός υπήρξε ένα κίνημα ταυτόχρονα εργατικής διαμαρτυρίας, πειραματισμού, οργάνωσης, διεκδίκησης και εν τέλει έκφρασης των νέων αυτών προλεταριακών στρωμάτων. Συντέλεσε αποφασιστικά στην αναζωογόνηση του ελληνικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, προτείνοντας νέες μορφές οργάνωσης και πάλης, κατακτώντας νίκες που συνέβαλαν στην αύξηση της αυτοπεποίθησης της εργατικής τάξης (αυξήσεις μισθών, δημοκρατία στους χώρους δουλειάς, επαναπρόσληψη απολυμένων κ.ά.), προωθώντας το αίτημα του εκδημοκρατισμού τόσο στο εσωτερικό των χώρων παραγωγής, όσο και στις δομές του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος.
(24) Στην ηγεσία της ΓΣΕΕ τοποθετήθηκαν στελέχη που προέρχονταν από τον κεντρώο-δημοκρατικό χώρο της προδικτατορικής περιόδου. (25) Βλ. εφ. Ριζοσπάστης, 3.1.1975, 13.3.1975, 14.3.1975, 21.3.1975, 23.3.1975, 23.10.1975, 24.10.1975, 25.10.1975, 6.11.1975, 11.11.1975 (26) Βλ. εφ. Ριζοσπάστης, 25.1.1975, 18.2.1975, 22.2.1975, 8.3.1975, 12.3.1975, 4.4.1975, 8.4.1975, 17.6.1975, 20.6.1975, 27.6.1975, 7.9.1975. (27) Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 αρχίζει και η δημιουργία μεγάλων βιομηχανικών ζωνών στα κυριότερα αστικά κέντρα της Ελλάδας (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσ/νίκη, Πάτρα). Στα 1978 πια, ο τομέας της μεταποίησης απασχολεί πάνω από μισό εκατομμύριο εργάτες, ενώ 220.000 περίπου από αυτούς εργάζονται σε 751 μονάδες άνω των 100 ατόμων. Βλ. σχετικά Χρήστος Ιωάννου, «Η Βιομηχανική Εργατική Τάξη στο Συνδικαλιστικό Κίνημα 1974-1984», στο Κοινωνικές Τάξεις, Κοινωνική Αλλαγή και Οικονομική Ανάπτυξη στη Μεσόγειο, Διεθνές Συνέδριο του Ιδρύματος Μεσογειακών Αλλαγών, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, 1984, τ. Α΄, σ. 37. (28)Υπολογίζεται ότι οι απολύσεις απεργών και μελών εργοστασιακών σωματείων ή επιτροπών ξεπέρασαν τις 10.000 μέχρι και το 1981. Βουλευτές του ΚΚΕ υπολόγιζαν τον αριθμό των απολύσεων σε 13-15 χιλιάδες περίπου για την περίοδο 1975-1980, ενώ υπουργός του ΠΑΣΟΚ ανέφερε ένα σύνολο 12.500 απολύσεων στα 1974-1981. Άλλοι ερευνητές (Χρ. Ιωάννου, «Η βιομηχανική εργατική τάξη στο συνδικαλιστικό κίνημα 1974-1984», στο Διεθνές Συνέδριο του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών, Κοινωνικές τάξεις, κοινωνικής αλλαγή και οικονομική ανάπτυξη στη Μεσόγειο, σ. 46) υπολογίζουν σε 15.000 τους απολυμένους εργάτες μεταξύ 1976-1981. Από την άλλη, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές ανεβάζουν τον αριθμό των απολυμένων σε πάνω από 30.000, συνυπολογίζοντας και το γεγονός πως κάποιοι από τους συνδικαλιστές εργαζόμενους απολύονταν 2 και 3 φορές.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τον Οκτώβρη του 1981 προκάλεσε αλυσιδωτές εξελίξεις, ένα κλίμα αισιοδοξίας, ευφορίας και προσμονής, ενώ εδραίωσε και παγίωσε και την ηγεμονία του συνδικαλιστικού του βραχίονα (ΠΑΣΚΕ) στο συνδικαλιστικό κίνημα. Στη συγκυρία αυτή, τα αιτήματα του «εκδημοκρατισμού» και της «εργατικής συμμετοχής» αποτέλεσαν την αιχμή της εργατικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ και υπήρξαν το κεντρικό συνεκτικό ιδεολογικοπολιτικό του στοιχείο.
Η εργατική πολιτική που ασκήθηκε βασίστηκε αρχικά σε μια γενναιόδωρη εισοδηματική πολιτική απέναντι σε χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους και σε μια προσπάθεια συνολικής και ριζικής τροποποίησης του μετεμφυλιακού νομικού πλαισίου αναφορικά με τους εργασιακούς χώρους και τις δομές του συνδικαλιστικού κινήματος. Η προσπάθεια αυτή κωδικοποιήθηκε ως «εκδημοκρατισμός» και εκφράστηκε νομοθετικά με τον ν. 1264/82 (30).
Με τον ν. 1264/82 τέθηκαν οι βάσεις για την εισαγωγή και την εμπέδωση δημοκρατικών και συμμετοχικών διαδικασιών τόσο στο συνδικαλιστικό κίνημα, όσο και στους εργασιακούς χώρους. Ο νόμος αυτός (γνωστός στην αρχή και ως «αντι-330») προβλήθηκε ως το όχημα της μεγάλης πλειονότητας των οργανωμένων και μη συνδικαλιστικών δυνάμεων, που για δεκαετίες βρίσκονταν υπό καθεστώς περιθωριοποίησης και αποκλεισμού από τις επίσημες συνδικαλιστικές δομές. Πράγματι, μετά την ψήφιση του ν. 1264/82 πυροδοτήθηκε μια πρωτοφανής και σε βάθος χρόνου διαδικασία κινητοποίησης που οδήγησε στον ολοκληρωτικό σχεδόν έλεγχο των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τις λεγόμενες «δημοκρατικές» δυνάμεις.
Ταυτόχρονα, με τον ίδιο νόμο δόθηκε η δυνατότητα και η νομοθετική κάλυψη για την απρόσκοπτη παρουσία, παρέμβαση και δραστηριοποίηση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους στους εργασιακούς χώρους. Εκτός λοιπόν από το «άνοιγμα» και τον «εκδημοκρατισμό» των επίσημων συνδικαλιστικών οργανώσεων, στόχος ήταν και η άρση των καθιερωμένων μέχρι τότε συνθηκών στο εσωτερικό των χώρων παραγωγής, ο μετριασμός της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και η θέσπιση κανόνων και ορίων στις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας.
Όταν το 1983 τα περιθώρια συνέχισης της εισοδηματικής πολιτικής κρίθηκαν ως ασύμφορα, το κύριο βάρος της κυβερνητικής ρύθμισης στον τομέα των εργασιακών σχέσεων μετατοπίστηκε στο πεδίο των λεγόμενων «θεσμικών» μεταρρυθμίσεων, που κατοχύρωναν σημαντικούς και πρωτόγνωρους για τα ελληνικά δεδομένα θεσμούς και διαδικασίες.
Έτσι, το παράλληλο με αυτό του «εκδημοκρατισμού» αίτημα της «εργατικής συμμετοχής» επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί την ίδια περίοδο με μία δέσμη σχετικών νομοθετημάτων. Με τους νόμους 1385/83 («για τα εποπτικά συμβούλια του κλάδου μεταλλείων-ορυχείων»), 1387/83 («έλεγχος ομαδικών απολύσεων») και 1365/83 («κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας»), η κυβέρνηση επιχείρησε να εισαγάγει μία σειρά θεσμών και διαδικασιών που θα ενίσχυαν την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Η λογική που ενυπήρχε στα νομοθετήματα αυτά ήταν η απόδοση στις οργανωμένες εκφράσεις των εργαζομένων ενός αυξημένου ρόλου και αρμοδιοτήτων σε ζητήματα που σχετίζονται με την εργασιακή τους καθημερινότητα και εμπειρία.
Στόχος ήταν να (επαν)οικειοποιηθούν την εργασιακή διαδικασία, μέσα από τη συμμετοχή τους σε ένα σύστημα διαβουλεύσεων που θα τους καθιστούσε σε κάποιο βαθμό συνυπεύθυνους για τις συνθήκες εργασίας, την οργάνωση της παραγωγής, το προϊόν κ.λπ. Ταυτόχρονα βέβαια, η κυβερνητική πλευρά ευελπιστούσε ότι με τον τρόπο αυτό θα «απαλύνονταν» οι ταξικές συγκρούσεις ή τουλάχιστον θα διοχετεύονταν σε πιο ελεγχόμενα πεδία, την εποπτεία και τον έλεγχο των οποίων θα διατηρούσαν μεικτά σχήματα με τη συμμετοχή κράτους, εργοδοτών, εκπροσώπων των εργαζομένων και άλλων κοινωνικών φορέων (Τοπική Αυτοδιοίκηση κλπ.). Τα σχήματα αυτά («θεσμοί συμμετοχής») ενείχαν είτε αποκεντρωμένο, είτε κεντρικό χαρακτήρα, άλλοτε ήταν ολιγομελή και άλλοτε συγκέντρωναν στους κόλπους τους ένα πλήθος φορέων και προσώπων. Οι αρμοδιότητές τους συνήθως είχαν έναν περιορισμένο-βοηθητικό χαρακτήρα, αλλά δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις αποφασιστικής αρμοδιότητας.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε και η ψήφιση του νόμου που κατοχύρωνε την τυπική ισότητα ανδρών και γυναικών στις εργασιακές σχέσεις (ν. 1414/84). Το νομοθέτημα αυτό ήλθε σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα μιας προσπάθειας εναρμόνισης του ελληνικού δικαίου με όσα όριζαν οι συμβάσεις που απέρρεαν από την ΕΟΚ για το ζήτημα αυτό και επιχείρησε να διορθώσει ένα καθεστώς άνισης μεταχείρισης (μισθολογικό κ.λπ.) μεταξύ των δύο φύλων που για δεκαετίες χαρακτήριζε την εργασιακή κατάσταση στην Ελλάδα.
Στα τέλη της δεκαετίας ψηφίστηκε ο ν. 1767/88 (31). Με τον νόμο αυτόν γινόταν η επικύρωση της περιβόητης πια 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας («Για την προστασία των αντιπροσώπων των εργαζομένων στην επιχείρηση και τις διευκολύνσεις που θα πρέπει να τους παρέχονται»), Σύμβασης που είχε ψηφιστεί από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας το 1971 και της οποίας η επικύρωση στην Ελλάδα εκκρεμούσε για πάνω από δέκα χρόνια. Ταυτόχρονα, ο νόμος προέβλεπε τη δημιουργία και λειτουργία ενός καινοφανούς θεσμού στο εσωτερικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων άνω των 50 εργαζομένων, των Συμβουλίων των Εργαζομένων. Τα Συμβούλια αυτά συγκροτούνταν με σκοπό τη διευκόλυνση των συνεννοήσεων εργοδοτών-εργαζομένων για μία σειρά θεμάτων εργασιακών σχέσεων και τη λειτουργία της επιχείρησης.
Με τον ν. 1767/88 ολοκληρώθηκε η διαδικασία εισαγωγής θεσμών «εργατικής συμμετοχής» στο ελληνικό εργασιακό σύστημα, με τους οποίους άλλαξε σε σημαντικό βαθμό το θεσμικό καθεστώς των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα, αν και το εύρος εφαρμογής του, σύμφωνα με μία έρευνα του υπουργείου Εργασίας το 1995, υπήρξε απολύτως υποτυπώδες (32).
Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές, αν και είχαν την υποστήριξη μεγάλης μερίδας εργαζομένων, δεν υπήρξαν σε όλες τις περιπτώσεις το ίδιο επιτυχημένες ή ανέφελες. Στην περίπτωση π.χ. του νόμου για την «κοινωνικοποίηση» (1365/83), προκλήθηκε σφοδρή διαμάχη με αφορμή το περίφημο «άρθρο 4» (33) και έθεσε σε κίνδυνο τη μέχρι τότε συναινετική στάση μέρους της εργατικής-συνδικαλιστικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, ενώ αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την οριστική διάλυση της εύθραυστης «συμμαχίας» με τις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς.
Από την πρώτη στιγμή το άρθρο 4 χαρακτηρίστηκε ως «αντιαπεργιακό» και ξέσπασε ένα απεργιακό κύμα που δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στην κυβέρνηση οδηγώντας σε πλήρη ρήξη τις σχέσεις της με το ΚΚΕ. Με την ίδια αφορμή επήλθε και η πρώτη κρίση στους κόλπους της (διορισμένης) «δημοκρατικής» ηγεσίας της ΓΣΕΕ, όταν ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Ο. Χατζηβασιλείου παραιτήθηκε από το αξίωμά του, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια και άλλα πέντε μέλη από την ΕΣΑΚ-Σ (συνδικαλιστικός βραχίονας του ΚΚΕ)(34).
Η κρίση αυτή στους κόλπους της ΓΣΕΕ είχε ευρύτερες συνέπειες για το συνδικαλιστικό κίνημα, αφού έλαβε τη μορφή μίας καθαρά πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΠΑΣΚΕ και ΕΣΑΚ-Σ, που με τη σειρά της σήμανε το οριστικό τέλος μιας περιόδου κατά την οποία οι σχέσεις των δύο χώρων κυριαρχούνταν από μια διάθεση συνύπαρξης ή και συνεργασίας (35).
(29) ΠΙΤΣΟΣ, ΕΒΙΟΠ-ΤΕΜΠΟ Αιγάλεω, ΕΒΙΟΠ-ΤΕΜΠΟ Χαλκίδας, Βαμβακουργίας Μαρτίνου, Οινοποιείο ΚΑΜΠΑΣ και ΒΙΣ. (30) «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων». Υπήρξε με άλλα λόγια ο νόμος που αντικατέστησε τον 330/76 της Νέας Δημοκρατίας. (31) «Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις – Κύρωση της 135 διεθνούς σύμβασης εργασίας». (32) Σύμφωνα με αυτήν, από τις 6.441 επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να έχουν Συμβούλια Εργαζομένων, λειτουργούσαν τέτοια μόνο σε 126 (2%), εκ των οποίων η πλειονότητα υπολειτουργούσε, βλ. Γ. Ρωμανιάς, «Τα συμβούλια εργαζομένων και η ελληνική εμπειρία», Ενημέρωση, τχ. 55, Ιανουάριος 2000, σελ. 11-12. (33) Το άρθρο αυτό ρύθμιζε το καθεστώς για την κήρυξη απεργίας στις «κοινωνικοποιημένες» επιχειρήσεις. Εκεί προβλεπόταν ένα ειδικό πλαίσιο: ένα σωματείο θα μπορούσε να κηρύξει απεργία μόνο στην περίπτωση που η πρόταση αυτή θα συγκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία (50+1%) επί του συνόλου των εγγεγραμμένων μελών του, σε αντίθεση με όσα ίσχυαν μέχρι τότε (απλή πλειοψηφία επί των παρισταμένων στη γενική συνέλευση). (34) Βλ. Καθημερινή, 29/5/1983, Το Βήμα, 29/5/1983, Ριζοσπάστης, 29/5/1983, 31/5/1983. Απόφαση υπέρ του νομοσχεδίου έλαβε και η Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ. (35) Η κρίση αυτή θα κορυφωθεί και θα λάβει οριστικό χαρακτήρα το φθινόπωρο-χειμώνα του1985, όταν με αφορμή τα νέα οικονομικά μέτρα του ΠΑΣΟΚ η διοίκηση της ΓΣΣΕ θα γίνει αντικείμενο δικαστικής διαμάχης και η ΠΑΣΚΕ θα διασπαστεί με τη δημιουργία ενός νέου συνδικαλιστικού-πολιτικού φορέα (ΣΣΕΚ).
Το ελληνικό σύστημα εργασιακών σχέσεων χαρακτηριζόταν παραδοσιακά από υψηλό βαθμό συγκεντρωτισμού, ελέγχου και πατερναλισμού από τη μεριά του κράτους. Κεντρικό σύμπτωμα αυτής της πραγματικότητας ήταν και ο τρόπος με τον οποίο είχε δομηθεί το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων για τη σύναψη των λεγόμενων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας-ΣΣΕ (36).
Στην ελληνική περίπτωση, το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγονταν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις καθοριζόταν από τον μεταπολεμικό νόμο 3239/1955 «περί τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας κ.λπ.». Επρόκειτο για ένα κανονιστικό πλαίσιο που εξέφραζε την μετεμφυλιακή αμοιβαία δυσπιστία και σύγκρουση μεταξύ μισθωτής εργασίας και εργοδοσίας, καθιστώντας έτσι το κράτος και τις υπηρεσίες του ως γενικούς επόπτες και ρυθμιστές των εργασιακών σχέσεων.
Στην ουσία, το νομοθετικό πλαίσιο του ν. 3239/55 επέτρεπε την μονομερή διατίμηση της εργατικής δύναμης από την πλευρά του κράτους. Οι αρχικές διατάξεις του ν. 3239 έδιναν αυξημένες αρμοδιότητες στους εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας και ειδικότερα στο υπουργείο Εργασίας και μέσω αυτού επιβάλλονταν σημαντικά προσκόμματα στην άσκηση βασικών συνδικαλιστικών δικαιωμάτων (π.χ. απεργία).Παρά τις διαδοχικές τροποποιήσεις και συμπληρώσεις του τα χρόνια που ακολούθησαν (37) , διατηρήθηκαν ακέραια η φιλοσοφία, το πνεύμα και πολλές διατάξεις του αρχικού νόμου (κρατικός παρεμβατισμός, «θεσμός» της υποχρεωτικής διαιτησίας κ.λπ.).
Το δημοκρατικό συνδικαλιστικό κίνημα αντιμετώπισε τον ν. 3239/55 ως μια από τις θεμελιώδεις εκφράσεις του μεταπολεμικού κρατικού παρεμβατισμού και πατερναλισμού. Μετά τη Μεταπολίτευση, το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα απέφυγε να θέσει το ζήτημα της μεταρρύθμισης ή κατάργησης του ν. 3239/55, καθώς οι προτεραιότητες είχαν δοθεί σε εσωτερικά-οργανωτικά ζητήματα του συνδικαλιστικού κινήματος. Από την άλλη, η αριστερά διεκδικούσε ριζικές αλλαγές (π.χ. καθιέρωση και των επιχειρησιακών ΣΣΕ) και το βασικό αίτημα που είχε διαμορφωθεί έκανε λόγο γενικά για «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις», δηλαδή για κατάργηση της κρατικής υποχρεωτικής διαιτησίας.
Από τα τέλη της δεκαετίας ’70 η απαίτηση για αλλαγή του θεσμικού πλαισίου εντείνεται. Κατά τη δεκαετία αυτή αλλάζουν πράγματι πολλά δεδομένα στην πρακτική των συλλογικών διαπραγματεύσεων και νέες τάσεις αρχίζουν να διαμορφώνονται (38). Έτσι, ο ν. 3239/55 κατηγορείται πλέον ανοικτά ως αναχρονιστικός και αντεργατικός.
Κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, οι ανακατατάξεις στην κορυφή των συνδικαλιστικών οργανώσεων («εκδημοκρατισμός») και η γενναιόδωρη εισοδηματική πολιτική διατήρησαν το αίτημα για κατάργηση/τροποποίηση του ν. 3239/55 σε χαμηλούς τόνους. Την κατάσταση αυτή συντηρούσαν και οι συνεχείς διαβεβαιώσεις του υπουργείου Εργασίας ότι επίκειται η αλλαγή στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Από τα μέσα της δεκαετίας παρατηρείται ένα συνεχές εκκρεμές αναφορικά με το ν. 3239/55, αφού κατά περιόδους το ζήτημα της αναθεώρησής του ανακινείται με αφορμή κυβερνητικές πρωτοβουλίες, δηλώσεις κ.λπ.(39) Η συζήτηση για το ελληνικό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων κλιμακώνεται στα τέλη του 1987, όταν εκφράζεται και σε κορυφαίο κυβερνητικό επίπεδο η πρόθεση για αλλαγή του ν. 3239/55. Η συγκυρία κατά την οποία αναθερμαίνεται η δημόσια συζήτηση για την αναθεώρηση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν είναι τυχαία, καθώς τότε χαλαρώνει μέχρι εγκατάλειψης το Πρόγραμμα Σταθεροποίησης. Ωστόσο, το προεκλογικό κλίμα και η πόλωση της περιόδου δεν επέτρεψαν κάτι περισσότερα από τη δημοσιοποίηση ενός σχετικού νομοσχεδίου.
Τελικά, ο νόμος που αντικατέστησε τον 3239/55 ψηφίστηκε επί Οικουμενικής στις αρχές του 1990. Με το νέο νόμο 1876/90 («ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις») επιχειρήθηκε να αυτονομηθεί η διαδικασία της συλλογικής διαπραγμάτευσης μέσω του περιορισμού του κρατικού ρόλου σε αυτήν. Στόχος ήταν η δημιουργία και στην Ελλάδα ενός σύγχρονου πλαισίου «ελεύθερων διαπραγματεύσεων», σε αντιστοιχία με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα και τις διεθνείς κατευθύνσεις (40).
Με βάση τον ν. 1876/90 αναγνωρίζονταν και οι επιχειρησιακές ΣΣΕ. Έτσι, το περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων επεκτεινόταν σε όλο το πεδίο των εργασιακών σχέσεων(41). Η κατάργηση της υποχρεωτικής διαιτησίας συνοδεύτηκε από τη δημιουργία ενός νέου ειδικού ανεξάρτητου σώματος («Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας»), επιφορτισμένου ακριβώς με καθήκοντα μεσολάβησης και διαιτησίας για την επίτευξη της συμφωνίας μεταξύ των δύο μερών (42). Παρά τη θεσμοθέτηση, όμως, μιας σειράς σταδίων ελεύθερης διαπραγμάτευσης, δεν έλειψαν και σημεία όπου αυτή η δυνατότητα περιοριζόταν σημαντικά (43). Κατά τη δεκαετία που ακολούθησε, η ρύθμιση των ζητημάτων που αφορούσαν το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων έγινε τακτική, με συνεχείς νομοθετικές ρυθμίσεις, τροποποιήσεις κ.λπ.
(36) Οι ΣΣΕ αποτελούν τη βασική «συμφωνία» που συνάπτεται μεταξύ των επίσημων, οργανωμένων φορέων εκπροσώπησης της κάθε πλευράς και περιλαμβάνει, πρωταρχικά, τον καθορισμό της τιμής πώλησης της εργατικής δύναμης με τη μορφή του καθορισμού των επιπέδων μισθών και ημερομισθίων, αλλά και άλλες πλευρές που αφορούν την εργασιακή-παραγωγική διαδικασία (χρόνος εργασίας, επιδόματα, θεσμικά). (37) Ν.Δ. 3755/57, Ν.Δ. 186/69, Ν.Δ. 73/74. (38) Π.χ. το περιεχόμενό τους διευρύνεται με ζητήματα πέρα από τα μισθολογικά και εμφανίζονται για πρώτη φορά ΣΣΕ σε μεμονωμένες επιχειρήσεις με τη μορφή των «άτυπων συμφώνων». Βλ. Γ. Κραβαρίτου-Μανιτάκη, Η συμμετοχή των εργαζομένων στις ελληνικές επιχειρήσεις, σ. 78-80• Θ. Κατσανέβας, Εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα: Το θεσμικό πλαίσιο και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, ΚΕΠΕ, Αθήνα, 1983, σ. 159 και Κ. Μπακιρτζής, «Οι επιπτώσεις του ν. 3239 στο συνδικαλιστικό κίνημα», Εργασία, τχ. 2, 14/12/1984, σ. 53. (39) Αυτό σχετίζεται και με τη διαμάχη γύρω από τον λεγόμενο «εκσυγχρονισμό» και την «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας που αρχίζει να αναδύεται στα 1985-1987, περίοδο εφαρμογής του Προγράμματος Σταθεροποίησης. (40) Για το ν. 1876/90 βλ. Γ. Κουζής, «Το συνδικαλιστικό κίνημα και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη», σ. 285-292• Α. Μοσχονάς, «Ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», σ. 805-807• Γ. Σπυρόπουλος, Εργασιακές σχέσεις. Εξελίξεις στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον διεθνή χώρο, σ. 70-77. (41) Π.χ. και για την κατ’ οίκον εργασία (άρθρο 1, παρ. 2). (42) Βλ. και την ιστοσελίδα του ΟΜΕΔ, www.omed.gr. (43) Σε περιπτώσεις π.χ. που αφορούσαν τη συλλογική διαπραγμάτευση στις ΔΕΚΟ, ο νόμος άφηνε περιθώρια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μορφές υποχρεωτικής διαιτησίας, βλ. ν. 1876/90, άρθρο 16, παρ. 1, εδ. Δ. (44) Βλ. την έκδοση του ΟΜΕΔ με την κωδικοποίηση του πλαισίου, Θεσμικό πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, μεσολάβησης και διαιτησίας, wwww.omed.gr.