Η μαθητική διαμαρτυρία στη δεκαετία του ’80 και η αχνή αντανάκλασή της σήμερα
Η κατάρρευση της δικτατορίας το καλοκαίρι του 1974 συνιστά μία αναμφίβολη τομή στη νεώτερη ελληνική ιστορία: η ανάδυση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας σήμανε το τέλος της εποχής που είχε εγκαινιάσει ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949), είχε σταθεροποιηθεί στα χρόνια της «καχεκτικής Δημοκρατίας» και είχε κορυφωθεί στο επτάχρονο στρατιωτικό καθεστώς. Το αίτημα του εκδημοκρατισμού σε συνδυασμό με το ριζοσπαστικό φορτίο που είχε κληροδοτήσει η δυναμική του αντιδικτατορικού κινήματος είχαν ως αποτέλεσμα η Μεταπολίτευση να σημαδευτεί από τη δυναμική εμφάνιση κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων που με το λόγο και την πράξη τους καθόρισαν τις νέες ισορροπίες και τις προτεραιότητες της εποχής. Στο πλαίσιο αυτό, ξεχωρίζει η υποχώρηση ή ο μετασχηματισμός παλαιότερων μορφών συλλογικής οργάνωσης και διεκδίκησης. Έτσι για παράδειγμα το κίνημα ειρήνης που είχε υπάρξει τη δεκαετία του 1960 ο πυρήνας της πολιτικοποίησης μίας ολόκληρης γενιάς, τη δεκαετία του 1970 και του 1980 απέκτησε διαφορετικές διαστάσεις, παραπληρωματικές σε άλλες μορφές συλλογικής διεκδίκησης. Στην πραγματικότητα, ο χάρτης των νέων κοινωνικών κινημάτων αποτελεί έναν οδηγό για τους ευρύτερους μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας και η σε βάθος μελέτη του ένα διαρκές ζητούμενο της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας.
Ο μεγάλος πρωταγωνιστής της Μεταπολίτευσης ήταν το φοιτητικό κίνημα. Η δυναμική του φοιτητικού κινήματος δεν ήταν κάτι καινούριο για την ελληνική κοινωνία αν αναλογιστεί κανείς τη διαρκή παρουσία των φοιτητικών διεκδικήσεων στην μεταπολεμική περίοδο. Εδώ, όμως πρόκειται για κάτι διαφορετικό: την ανάδυση του φοιτητικού κινήματος ως πεδίου αναμέτρησης ανταγωνιστικών πολιτικών σχεδίων, την παρουσία του σε κοινωνικές και πολιτικές διεκδικήσεις που εκτείνονται από τις εργατικές κινητοποιήσεις έως θεματικά προσδιορισμένα κινήματα και την δεσπόζουσα συμβολική θέση του ως απόρροια της συμμετοχής του στον αντιδικτατορικό αγώνα. Στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας το φοιτητικό κίνημα είχε κατοχυρωθεί ως ο νέος συλλογικός ήρωας. Η ενεργή αντίθεση των φοιτητών ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς την διετία 1971-1973 και κυρίως η κατάληψη της Νομικής, η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η ηρωική κατάληξή της, του είχαν δώσει έναν εξέχοντα ρόλο στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα και βέβαια μέσα στα ίδια τα πανεπιστήμια. Παράλληλα και μέσα και πάλι από τις δάφνες του αντιδικτατορικού αγώνα, το μαθητικό κίνημα εμφανιζόταν πολύ πιο ισχυρό και πλέον όχι μόνο περιορισμένο, όπως στη δεκαετία του 1960, στον χώρο της Αριστεράς.
Οι δεκαετίες του '70 και του ΄80 συνδέθηκαν με τον πολλαπλασιασμό του φοιτητικού πληθυσμού, απόρροια των δημογραφικών εξελίξεων, της επέκτασης της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά και της πίεσης για κοινωνική άνοδο μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων (1) . Χιλιάδες φοιτητές συνέρεαν στις σχολές συμμετέχοντας στις γενικές συνελεύσεις, διεκδικώντας μια σειρά από αιτήματα. Η έντονη πολιτικοποίηση αποτυπώθηκε στη δημιουργία παρατάξεων, στενά συνδεδεμένων με τα πολιτικά κόμματα της εποχής που συμμετείχαν στις εκλογές που όριζε η ανασυγκροτημένη Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας (ΕΦΕΕ). Η επιρροή της κομμουνιστικής και μη κομμουνιστικής αριστεράς στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν παραπάνω από ορατή: οι παρατάξεις που συνδέονταν με το ΚΚΕ (Αντι-ΕΦΕΕ και στη συνέχεια Πανσπουδαστική) και ΚΚΕ Εσωτερικού (Δημοκρατικός Αγώνας/Δημοκρατική Ενότητα) αθροιστικά άγγιζαν το 50% στις φοιτητικές εκλογές, ενώ δυναμική ήταν η άνοδος της ΠΑΣΠ (που συνδεόταν με το ΠΑΣΟΚ) και σταθερή η επιρροή των κινήσεων που αναφέρονταν σε οργανώσεις της επαναστατικής και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Στην περίοδο αυτή (1974-1981) το κύριο αίτημα του φοιτητικού κινήματος υπήρξε η αποχουντοποίηση, η εκκαθάριση δηλαδή των ΑΕΙ από το διδακτικό προσωπικό που είχε συμπορευτεί με το στρατιωτικό καθεστώς με αποτέλεσμα την απόλυση του 10% του διδακτικού προσωπικού της εποχής. Η σύγκριση με άλλους τομείς της δημόσιας διοίκησης (π.χ. δικαιοσύνη ή τοπική αυτοδιοίκηση) καταδεικνύει τη δυναμική και την ικανότητα του φοιτητικού κινήματος να επιβάλλει τους όρους του εντός του νέου ακαδημαϊκού χάρτη. Στο κίνημα της αποχουντοποίησης συμπυκνώθηκε η ηθική υπεροχή του φοιτητικού σώματος έναντι των διδασκόντων σε σχέση με τη στάση τους στα χρόνια της χούντας και τέθηκαν οι βάσεις για την ενεργητική παρέμβαση των φοιτητών στην ακαδημαϊκή καθημερινότητα (όπως για παράδειγμα στον κατοπινό νόμο πλαίσιο σχετικά με τη φοιτητική συμμετοχή και τη συνδιοίκηση του 1982).
Τον Μάιο του 1976 πραγματοποιήθηκε το Α΄ Μεταδικτατορικό Πανσπουδαστικό Συνέδριο με κύρια θέματα την αποχουντοποίηση στα πανεπιστήμια, τη βελτίωση των σπουδών και των συνθηκών διαβίωσης. Σε αυτό συμμετείχαν αντιπρόσωποι από του φοιτητικούς συλλόγους της Ελλάδας και του εξωτερικού και ο συσχετισμός του αποτύπωνε την κυριαρχία της αριστεράς εντός του κινήματος. Το Συνέδριο είχε ως κύρια θέματα την αποχουντοποίηση και την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης με κύριο ερώτημα τη φυσιογνωμία των τριτοβάθμιων σπουδών. Η συζήτηση αυτή δεν ήταν καινούργια για την ελληνική κοινωνία. Είχε ξεκινήσει στη δεκαετία του 1960, μετά τη μαζικοποίηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και ιδιαίτερα μετά την κατάργηση των διδάκτρων από την κεντρώα κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1963-1965. Είχε διακοπεί με τη δικτατορία και εκκινούσε ξανά φέροντας πλέον και το βάρος της επτάχρονης δικτατορίας.
Σε αυτά τα αιτήματα προσπάθησε να απαντήσει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όταν τον Σεπτέμβριο του 1978 υπέβαλλε νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση, το οποίο ψηφίστηκε στο θερινό τμήμα της Βουλής και αποτέλεσε τον νόμο 815«περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις την οργάνωσιν και λειτουργίαν των ΑΕΙ». Με τον νόμο ήταν σαφές ότι δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματα που είχαν δημιουργηθεί από τις πρώτες ημέρες της Μεταπολίτευσης, καθώς οι ρυθμίσεις που επιβάλλονταν ήταν άτολμες και συντηρητικές σε σχέση με τη δυναμική που είχε δημιουργηθεί εντός και εκτός ιδρυμάτων. Έτσι, ο νόμος προκάλεσε την αντίδραση των πολιτικών δυνάμεων του Κέντρου και κυρίως της Αριστεράς, η οποία αποχώρησε και από τη Βουλή κατά την ψήφισή του. Στο νομοσχέδιο αντέδρασαν ιδιαίτερα έντονα, επίσης, οι φοιτητικές παρατάξεις κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι με αυτό τον τρόπο εντατικοποιούνταν οι σπουδές.
Η αντίδραση στο νόμο προκάλεσε διχόνοιες εντός του φοιτητικού κινήματος. Παρά την καθολική αντίδραση υπήρξαν διαφοροποιήσεις στο ποια στρατηγική θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Σε αντίθεση με τη στάση των «επίσημων» φοιτητικών παρατάξεων οι οποίες επέμεναν στην υιοθέτηση οικείων μορφών πάλης, όπως οι διαδηλώσεις και η αποχή από τα μαθήματα, δεκάδες φοιτητικοί σύλλογοι προχώρησαν σε πιο έντονες μορφές κινητοποίησης με πιο χαρακτηριστική τις καταλήψεις των πανεπιστημιακών σχολών. Στη ρητορική των υποστηρικτών τους οι καταλήψεις συνέδεαν τον αγώνα των φοιτητών με την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, καθώς και με τις μεγάλες απεργίες στα εργοστάσια, οι οποίες χαρακτηρίζουν τα πρώτα αυτά χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η εξέλιξη αυτή ήταν καινοφανής, καθώς η πρωτοβουλία της δεν ανήκε στις "μεγάλες" φοιτητικές παρατάξεις της εποχής, αλλά σε έναν γαλαξία κινήσεων, σχημάτων και συλλογικοτήτων που προέκυπταν μέσα από την κρίση του παραδοσιακού μοντέλου πολιτικής στράτευσης. Οι τάσεις αμφισβήτησης στο εσωτερικό του φοιτητικού πληθυσμού διαπλέκονται με την ταυτόχρονη πρώτη σοβαρή κρίση των πολιτικών οργανώσεων της κομμουνιστικής αριστεράς μετά το 1974. Η διάσπαση του Ρήγα Φεραίου, της νεολαίας του ΚΚΕ Εσωτερικού, και η κίνηση οργανωμένης αποχώρησης 400 μελών και στελεχών της ΚΝΕ και του ΚΚΕ υπογράμμιζαν τον τρόπο που εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις (π.χ. Πολωνία) ενίσχυαν τις δυναμικές αποστοίχισης. Όσον αφορά στο φοιτητικό κίνημα, η κρίση αυτή αποτυπώθηκε στην αποδιάρθρωση των έως τότε χαρακτηριστικών του: απομαζικοποίηση, όπως αποτυπώθηκε και στην ολοένα και αυξανόμενη αποχή από τις φοιτητικές εκλογές και ενίσχυση της παρουσίας της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ (που συνδεόταν με τη Νέα Δημοκρατία) και της μείωσης της δύναμης των αριστερών κομματικών σχηματισμών.
Το κίνημα των καταλήψεων του 1979/1980 λειτούργησε, εν τέλει, ως ένα πεδίο πολλαπλών αμφισβητήσεων: εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και εναντίον του "φορτίου" των πολιτικών νεολαιών της πρώτης μεταπολίτευσης. Μία λέξη ίσως αποτυπώνει αυτή την αμφισβήτηση: «αυτονομία». Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώναν, εντός του φοιτητικού κινήματος, την κόπωση του πολιτικού λόγου της πρώτης μεταπολίτευσης και την ανάδυση νέων ερωτημάτων γύρω από τις σχέσεις πολιτικού και κοινωνικού, όπως αποτυπώθηκε και στο σύνθημα: Εκτός από τον ιμπεριαλισμό, υπάρχει και η μοναξιά, το οποίο αποτυπώθηκε στους τείχους των πανεπιστημιακών σχολών στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
(1) Βλ. Vangelis Karamanolakis, "From the fall of the junta to Change: the timid transition of higher education in Greece (1974-1982)", Espacio, Tiempo y Educación, 2(2), 33-48. doi: http://dx.doi.org/10.14516/ete.2015.002.002.003 και Nikolaos Papadogiannis, Militant around the Clock? Left-Wing Youth Politics, Leisure, and Sexuality in Post-Dictatorship Greece, 1974–1981, Νέα Υόρκη, New York Berghahn Books, 2015. Γενικότερα για το φοιτητικό κίνημα και τα άλλα κινήματα της περιόδου βλ. και τα σχετικά λήμματα στο Βασίλης Βαμβακάς-Παναγής Παναγιωτόπουλος, Η Ελλάδα στη δεκαετία του '80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2014..
Στο μεταβαλλόμενο νέο τοπίο, η ιδέα της αυτονομίας των κοινωνικών κινημάτων αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη επιρροή. Ενδείξεις της ήταν η εμφάνιση κινήσεων και ομάδων που έθεταν στον τίτλο τους την έννοια, αλλά και η πύκνωση εκδόσεων που έθεταν το ερώτημα για ένα διαφορετικό παράδειγμα πολιτικής οργάνωσης ή προβληματισμούς γύρω από το περιεχόμενο των κοινωνικών διεκδικήσεων, μέσα στις οποίες εγγράφονταν πλέον και νέες όπως η προστασία του περιβάλλοντος. (2)
Η δυναμική του φεμινιστικού κινήματος ήταν μια ορατή ένδειξη αυτών των τάσεων. Στα τέλη της δεκαετίας η δυναμική των φεμινιστικών διεκδικήσεων τόνιζε την προϊούσα αμφισβήτηση ενός παραδοσιακού μοντέλου που αναγνώριζε τις «γυναικείες» οργανώσεις ως απλή προέκταση των πολιτικών σχηματισμών. Η μεταβολή αυτή είναι ορατή καταρχήν στην εμφάνιση ριζοσπαστικών αιτημάτων και αναλύσεων που αναφέρονταν στην αυτοδιάθεση του σώματος, στην ελευθερία του σεξουαλικού προσανατολισμού, και στην αμφισβήτηση των πατριαρχικών προτύπων. Ταυτόχρονη υπήρξε η πύκνωση οργανώσεων και κινήσεων γύρω από την ιδέα της αυτόνομης γυναικείας ομάδας, εξέλιξη που αποτυπώνεται στην έκδοση, το 1978, της περιοδικής έκδοσης Για την Απελευθέρωση των Γυναικών και τη συνακόλουθη ίδρυση ανάλογων αποκεντρωμένων ομάδων σε πανεπιστημιακές σχολές. 6014_001. low Η εξέλιξη αυτή συνδιαλεγόταν με την ανάπτυξη των αυτόνομων ομάδων και σχημάτων που είχαν δημιουργηθεί στον απόηχο του φοιτητικού κινήματος της ακαδημαϊκής χρονιάς 1979/1980 δημιουργώντας ένα πολύχρωμο, δυναμικό και ριζοσπαστικό δυναμικό ρεύμα που, παρότι μειοψηφικό, είχε πολλαπλάσια επίδραση στη διαμόρφωση της δημόσιας συζήτησης και στον προσανατολισμό των μαζικών κινημάτων
Τις πολιτικές ευκαιρίες που πρόσφερε η πρώτη - και πιο ριζοσπαστική περίοδος - της Μεταπολίτευσης, αξιοποίησε το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας(ΑΚΟΕ). Με την πρώτη του διακήρυξη, τα μέλη του αυτοσυστήνονταν με τη φράση «ΕΜΕΙΣ είμαστε οι Έλληνες ομοφυλόφιλοι», αρθρώνοντας πλέον, φανερά, έναν πρωτοπρόσωπο αντιρρητικό λόγο. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Εξάντας» ο εμβληματικός «Καιάδας» του Λουκά Θεοδωρακόπουλου, στον οποίο ο συγγραφέας και μετέπειτα κεντρικό μέλος του ΑΚΟΕ αναζητούσε τη γενεαλογία της καταπίεσης της ομοφυλόφιλης επιθυμίας στην δικτατορία. Πρώτος στόχος του κινήματος ήταν το σχεδιαζόμενο νομοσχέδιο της κυβέρνησης Καραμανλή «περί αφροδισίων νοσημάτων» που ποινικοποιούσε τη δημόσια έκφραση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας. Το 1978 κυκλοφόρησε το περιοδικό «ΑΜΦΙ», εκδοτικό όργανο του ΑΚΟΕ, ενώ το 1981 ξεκίνησε το εκδοτικό του ταξίδι το «Κράξιμο»από «την εκδιδόμενη τραβεστί Πάολα». Ήταν οι απαρχές ενός κινήματος που είχε αντιπαρατεθεί με μια σειρά από ηγεμονικούς λόγους που αναπαριστούσαν και αναπαριστούν την ομοφυλοφιλία με όρους ηθικής, σωματικής, ψυχιατρικής και νομικής παρέκκλισης. (3)
Στην ίδια κατεύθυνση θα πρέπει να μελετήσουμε και την ανάπτυξη στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ενός νέου, μοναδικού, για την ελληνική κοινωνία κινήματος, εκείνου Για το Στρατό. Το κίνημα αυτό, το οποίο εγγράφεται κυρίως στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και του ΚΚΕ εσωτερικού, διεκδίκησε τα δικαιώματα των κληρωτών, αντιμετωπίζοντάς του ως στρατευμένους πολίτες. Με τη δημιουργία επιτροπών στρατιωτών και πολιτών και με την χρήση ενός πρωτόγνωρου ρεπερτορίου δράσεων εκτός (διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες) και εντός του στρατού (συλλογικές αναφορές, άρνηση σίτησης, ανάγνωση εφημερίδων κ.ά.), έθεσαν στο προσκήνιο ένα θέμα που αποτελούσε ταμπού ως τότε στην ελληνική κοινωνία. Σε αυτή την κατεύθυνση ήταν ιδιαίτερα σημαντική και η παρουσία του πρώτων Ελλήνων αντιρρησιών συνείδησης για μη θρησκευτικούς λόγους.
Χαρακτηριστικό και των δυο τελευταίων κινημάτων αποτέλεσε ο συνεχής διάλογος με τα όσα αντίστοιχα συνέβαιναν στο εξωτερικό, η συμπόρευση αλλά και η συνεργασία με αντίστοιχες διεθνείς οργανώσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι ενδεικτική, στο τέλος πια της δεκαετίας του '80, η παρουσία του οικολογικού κινήματος, μέσα από τη δράση αυτόνομων οικολογικών ομάδων σε όλη τη χώρα. Το πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ, το 1986, προκάλεσε την ευαισθητοποίηση της διεθνούς και της ελληνικής κοινής γνώμης. Ο συντονισμός των ποικίλων οικολογικών οργανώσεων οδήγησε στη δημιουργία της Ομοσπονδίας Οικολογικών και Εναλλακτικών Οργανώσεων-Οικολόγοι Εναλλακτικοί, η οποία συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές του Νοέμβρη του 1989, συγκεντρώνοντας 0.58% και εκλέγοντας μια γυναίκα βουλευτή.
(2) Βλ. ενδεικτικά τον κατάλογο της έκθεσης Ο φεμινισμός στα χρόνια της Μεταπολίτευσης 1974-1990: ιδέες, συλλογικότητες, διεκδικήσεις που διοργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2017. (3) Βλ. Θεοδόσης Γκελτής, Ο ομοφυλόφυλος ως μετέωρο σημαίνον: η πλευρά του ΛΟΑΤΚΙ Τύπου στην αναπαράσταση του ομοφυλόφιλου άνδρα, ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασίας ειδίκευσης, Αθήνα 2016.