Η Μεταπολίτευση βρέθηκε στο επίκεντρο των δημόσιων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων από τις απαρχές της κρίσης. Οι συνθήκες κρίσης, εν προκειμένω της πολύ πρόσφατης και οικείας πια σε όλους μας οικονομικής κρίσης, κάνουν επιτακτική πλέον την ανάγκη να δοθούν ερμηνείες τόσο στο πεδίο του δημόσιου λόγου όσο και του επιστημονικού, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε «τι μας συνέβη», «γιατί» και «πως». Μια συνήθης προσέγγιση και απόπειρα απάντησης των ερωτημάτων διέρχεται –όπως θα ήταν αναμενόμενο άλλωστε– από την προσπάθεια ανασύστασης της πρόσφατης ιστορίας, μια προσπάθεια εντοπισμού της ρίζας του προβλήματος, με σκοπό άλλοτε να επιχειρήσουμε να την κόψουμε και άλλοτε να «τακτοποιήσουμε» τουλάχιστον μέσα μας το πρόβλημα και την πηγή του. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση, μια sui generis έκφανση ιστορικισμού αν και είναι λογική και κατανοητή ως πρώτη αντίδραση μιας κοινωνίας που ξαφνικά χάνει κεκτημένα και βεβαιότητες χρόνων και κυρίως την πεποίθηση πως όλα θα εξελίσσονταν προς το καλύτερο, δεν συνιστά πάντοτε την πιο πρόσφορη προσέγγιση του προβλήματος. Κι αυτό διότι συνήθως αγνοεί τη βασική συνθήκη πως «η ρίζα του προβλήματος» δεν είναι «ρίζα» αλλά «ρίζες» που μπλέκονται με το πέρασμα του χρόνου ολοένα και περισσότερο μεταξύ τους.
Η επιστροφή στο παρελθόν και η νέα ανάγνωση της ιστορίας με στόχο την κατανόηση και τη «θεραπεία του προβλήματος» παρήγαγε τα τελευταία χρόνια ένα ιδιόλεκτο νοσηρότητας με άγνωστες έως μέχρι σήμερα παθήσεις: «τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης», «την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», «τη διαφθορά», «τη γενιά του Πολυτεχνείου», «τους βολεμένους του δημόσιου τομέα», «τις πελατειακές σχέσεις», «τη συντεχνιακή οργάνωση του κράτους και της οικονομίας», «το λαϊκισμό», «τα φαινόμενα βίας και ανομίας», «τη δημοσιονομική εκτροπή», κ.α. Όλες αυτές οι νέες νοηματοδοτήσεις που κατακλύζουν το δημόσιο λόγο ως εύκολες και αβίαστες διαγνώσεις ενός προβλήματος - ιδιότυπα ελληνικού κατά τη συλλογιστική αυτή- και που όλοι λίγο πολύ γνωρίζαμε αλλά δεν κάναμε τίποτα για να το λύσουμε, συσκοτίζουν συστηματικά την κατά τα άλλα αναγκαία διαδικασία αναστοχασμού και αυτογνωσίας. Μια διαδικασία που αναγκαίο είναι να ανοίγεται από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα. Αυτές οι αφοριστικές διαπιστώσεις, εκτός των άλλων προσεγγίζουν μια περίοδο τοποθετημένη σε ένα διαφορετικό και διακριτό ιστορικό πλαίσιο με αναχρονισμούς και μεταφορές του παρόντος στο παρελθόν. Παρά ταύτα, αναδεικνύουν αθέλητα, μια επιμέρους αλλά βασική συλλογική αντίληψη για την περίοδο που ακολουθεί την πτώση της δικτατορίας: τη μακρά διάρκεια της Μεταπολίτευσης στο συλλογικό μνημονικό. Η Μεταπολίτευση αναδεικνύεται έτσι σε έναν «χρονότοπο», σε ένα ιστορικό πλαίσιο μακράς διάρκειας όπως εύστοχα παρατηρούν οι Μάνος Αυγερίδης, Έφη Γαζή και Κωστής Κορνέτης (1). Τι ήταν όμως τελικά η Μεταπολίτευση; Και γιατί πρέπει σήμερα να εξαλειφθεί από τη συλλογική μνήμη και να αντικατασταθεί από μια καινούρια;
Αναμφίβολα το 1974 αποτελεί έτος-σταθμό για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία σηματοδοτώντας την είσοδο της Ελλάδας σε μια σταθερή κοινοβουλευτική δημοκρατία –την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία– ύστερα από την πτώση μιας επταετούς Δικτατορίας, με καταστροφικά αποτελέσματα εντός της χώρας και με τραγικό κύκνειο άσμα της την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Περαιτέρω, το 1974 υπήρξε η χρονική στιγμή όπου το μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής μετεμφυλιακής ιστορίας έβαινε οριστικά προς το κλείσιμό του. Η ελληνική κοινωνική και πολιτική ζωή σταδιακά απαλλάχθηκαν από το θολό και ταραγμένο περιβάλλον του μετεμφυλιακού κράτους, μέσω της ταχείας εγκαθίδρυσης ομαλών κοινοβουλευτικών θεσμών, τον πολιτειακό εκδημοκρατισμό μέσω της κατάργησης του θεσμού της βασιλείας και με την άρση των πολιτικών διώξεων μέσω της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και άλλων μέτρων. Ωστόσο αν το 1974 είναι το σημείο έναρξης σε όλες τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις για την εποχή αυτή, από τα ποικίλα επιστημονικά πεδία (ιστορία, πολιτική επιστήμη κλπ), το συμβατικό έστω τέλος της περιόδου –όταν οι πειθαρχίες αυτές αποδέχονται ότι υπάρχει– είναι κάτι ρευστό.
Η ελληνική περίπτωση παρουσιάζει ιδιαιτερότητα όσον αφορά τον ίδιο τον όρο που επιλέχθηκε, εκ των υστέρων (2), για να περιγράψει τη διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία –Μεταπολίτευση. Η αμφισημία του όρου αυτού γεννά αρκετά μεθοδολογικά προβλήματα. Οι λέξεις έχουν τις δικές τους συνδηλώσεις και τη δική τους πολιτική ιστορία. Αρχικά στην Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκε ο όρος «αποκατάσταση της δημοκρατίας» (3), με στόχο αφενός την αναπαράσταση της Δικτατορίας ως μιας σύντομης αυταρχικής παρένθεσης και αφετέρου τη δημοκρατική νομιμοποίηση του πρωταγωνιστικού ρόλου του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ως γέφυρας μεταξύ του πρότερου δημοκρατικού καθεστώτος και του νέου. Όπως σημειώνει ο Η. Νικολακόπουλος, «στον επίσημο πολιτικό λόγο, αυτό που γιορτάζεται στις 24 Ιουλίου δεν είναι η αρχή ενός νέου δημοκρατικού καθεστώτος αλλά η αποκατάσταση της δημοκρατίας». Τελικά, ωστόσο, επικράτησε ο όρος Μεταπολίτευση ως πιο δόκιμος.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις υπόλοιπες χώρες του «τρίτου κύματος εκδημοκρατισμού» – την Ισπανία και την Πορτογαλία – οι οποίες έζησαν αντίστοιχες διαδικασίες μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, στην Ελλάδα επελέγη ο στιγμιαίος όρος Μεταπολίτευση και όχι ο διαρκής Μετάβαση (4). Ο όρος Μετάβαση αναφέρεται σε μια πολιτειακή μεταβολή, στη διάρρηξη του παλαιού και την εγκαθίδρυση ενός νέου πολιτεύματος, αλλά και στην απαιτούμενη διάρκεια για έναν τέτοιο συνολικό μετασχηματισμό. Τουναντίον, ο όρος Μεταπολίτευση υποδηλώνει τη στιγμιαία και οιονεί αυτόματη επαναφορά στη προδικτατορική δημοκρατική νομιμότητα αλλά και την επιτευχθείσα μεταβολή ως προς το προηγούμενο προδικτατορικό καθεστώς.
Στάθης Παυλόπουλος – Μάγδα Φυτιλή
(1) Μ. Αυγερίδης, Ε. Γαζή, Κ.Κορνέτης (επιμ-εισ), Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Θεμέλιο: Αθήνα, 2015, σ. 17. (2) Σύμφωνα με τον Λ. Καλλιβρετάκη, η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε η λέξη Μεταπολίτευση σε πολιτικό κείμενο για να δηλώσει την πολιτειακή μεταβολή ήταν στα τέλη Σεπτεμβρίου 1974 από το ΚΚΕ. Αρχικά, βέβαια, είχε αρνητικό-υποτιμητικό πρόσημο, διότι μόλις ένα χρόνο νωρίτερα ο Γ. Παπαδόπουλος την είχε χρησιμοποιήσει για να προσδιορίσει την κατάργηση της βασιλείας και την «προεδροποίησή» του. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο όρος σήμαινε τη στιγμή της Μεταπολίτευσης, δηλαδή, την παράδοση της εξουσίας από τη Χούντα στον Καραμανλή. Από το 1989 και εφεξής, η χρονολογική διαστολή της έννοιας Μεταπολίτευση συσχετίζεται με τον ισχυρισμό πως έφτασε στο τέλος της. Βλέπε Λ. Καλλιβρετάκης, Δικτατορία και Μεταπολίτευση, Αθήνα: Θεμέλιο, σ. 201-222. (3) Η. Νικολακόπουλος, «21η Απριλίου: Η κληρονομιά της χούντας, επιβιώσεις, αναβιώσεις και νέες μορφές αυταρχισμού σήμερα», Ενθέματα, Αυγή: 21-04-2013. (4) Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Αθήνα: Θεμέλιο, 2008.